-
1 τυλισσω
-
2 ανατυλισσω
атт. ἀνατῠλίττω1) разворачивать, развертывать(βιβλία Luc.)
2) снова обдумывать(λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.)
-
3 διατυλισσω
-
4 εκτυλισσω
-
5 εντυλισσω
атт. ἐντυλίττω заворачивать, закутывать(ἐν ἱματίοισι ἐντετυλίχθαι Arph.; σινδόνι τὸ σῶμά τινος ἐντυλίξαι NT.)
-
6 τυλίγω
τυλίζω, τυλίσσω μετ.1) свёртывать; скатывать, закатывать (ковёр и т. п.); скручивать;τυλίγω στην πετσέτα — закатывать в полотенце;
2) сматывать, наматывать (нитки и т. п.);3) завёртывать (в бумагу и т. п.); укутывать; обматывать (чём-л.); 4) перен. опутывать; обманывать;1) — свёртываться; — скатываться; — закатываться; — скручиваться;τυλίγοματ, τυλίσσομαι
2) наматываться, сматываться;3) завёртываться (во что-л.); укутываться (чём-л.)
См. также в других словарях:
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
τετυλίχθαι — τυλίσσω twist perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλισσομένη — τυλίσσω twist pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσεται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσονται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσων — τυλίσσω twist pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλιξον — τυλίσσω twist aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυλίχθη — τυλίσσω twist aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξαν — τυλίσσω twist aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξας — τυλίσσω twist aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξε — τυλίσσω twist aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)