Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐκτυλίσσω

См. также в других словарях:

  • εκτυλίσσω — και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω) ξετυλίγω, ξεδιπλώνω αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο νεοελλ. μέσ. εκτυλίσσομαι (για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις …   Dictionary of Greek

  • ἐκτυλίξαντα — ἐκτυλίσσω unfold aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτυλίσσω unfold aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτυλίσσει — ἐκτυλίσσω unfold pres ind mp 2nd sg ἐκτυλίσσω unfold pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • εκτύλιξη — η 1. η ενέργεια τού εκτυλίσσω, ξετύλιγμα 2. συνεχής διαδοχή αλληλοεξαρτημένων γεγονότων, ανάπτυξη, εξέλιξη …   Dictionary of Greek

  • επανειλέω — ἐπανειλέω (Α) ανατυλίσσω, εκτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. είλω] …   Dictionary of Greek

  • ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπτύσσω — Α 1. διπλώνω κάτι προς τα πίσω 2. εκτυλίσσω, ανοίγω κάτι ακόμη 3. παθ. προσαναπτύσσομαι διπλώνομαι προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπτύσσω «ξετυλίγω, ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεξελίσσω — Α 1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον 2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»