-
1 τυλίσσω
2 metaph., οἴμας τυλίσσων ( = ὁδοὺς ἐρευνῶν paraphr.) perh. unravel, Lyc.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυλίσσω
-
2 τετυλίχθαι
τυλίσσωtwist: perf inf mp -
3 τυλισσομένη
τυλίσσωtwist: pres part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 τυλίσσεται
τυλίσσωtwist: pres ind mp 3rd sg -
5 τυλίσσονται
τυλίσσωtwist: pres ind mp 3rd pl -
6 τυλίσσων
τυλίσσωtwist: pres part act masc nom sg -
7 τύλιξον
τυλίσσωtwist: aor imperat act 2nd sg -
8 αποτυλίξαι
-
9 ἀποτυλίξαι
-
10 αποτυλιχθήναι
-
11 ἀποτυλιχθῆναι
-
12 αποτυλίττεται
-
13 ἀποτυλίττεται
-
14 διετύλισσε
διά-τυλίσσωtwist: imperf ind act 3rd sg -
15 ετυλίχθη
-
16 ἐτυλίχθη
-
17 ετύλιξαν
-
18 ἐτύλιξαν
-
19 ετύλιξας
-
20 ἐτύλιξας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
τετυλίχθαι — τυλίσσω twist perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλισσομένη — τυλίσσω twist pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσεται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσονται — τυλίσσω twist pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλίσσων — τυλίσσω twist pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύλιξον — τυλίσσω twist aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυλίχθη — τυλίσσω twist aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξαν — τυλίσσω twist aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξας — τυλίσσω twist aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύλιξε — τυλίσσω twist aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)