-
1 ανατυλισσω
атт. ἀνατῠλίττω1) разворачивать, развертывать(βιβλία Luc.)
2) снова обдумывать(λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.)
-
2 ανατυλίσσω
μετ. снова завёртывать, свёртывать; снова обматывать
См. также в других словарях:
ανατυλίσσω — ἀνατυλίσσω (Α) 1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω 2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ … Dictionary of Greek
ἀνατυλίξωμεν — ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίττεις — ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίττων — ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίξας — ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανειλέω — ἐπανειλέω (Α) ανατυλίσσω, εκτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. είλω] … Dictionary of Greek