-
61 εὐ-επί-μικτος
εὐ-επί-μικτος, mit dem man leicht verkehren kann; Strab. XI, 2 p. 493 χώρα. – Adv., Poll. 5, 139, = φιλανϑρώπως.
-
62 εὐ-ερκής
εὐ-ερκής, ές, 1) wohl umzäunt, verwahrt, αὐλή Il. 9, 472 Od. 21, 389. 22, 449, ϑύραι Od. 17, 267; ἄλσος Pind. Ol. 13, 105; πόλις Aesch. Suppl. 933; χώρα Plat. Legg. VI, 760 e; γήλοφος Critia. 113 d; ὑποδοχή Legg. VIII, 848 e, Sp. bes. von wohl befestigten Städten. – 2) wohl umschließend, δίκτυα Opp. H. 4, 655.
-
63 εὐ-εύρετος
εὐ-εύρετος, leicht zu finden, χώρα, Xen. Oec. 8, 17.
-
64 εὐ-γενής
εὐ-γενής, ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῠς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χϑονὸς τῆςδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῠς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρϑένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόςωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαϑοῠ γένους, κατὰ τὴν τοῠ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῠ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Uebertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσϑλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.
-
65 εὐ-είς-βολος
εὐ-είς-βολος, wo man leicht einfallen kann, χώρα, Aen. Tact.; von einem Hafen, leicht zugänglich, Strab. XVII, 792.
-
66 εὐδιεινός
εὐδιεινός, = εὔδιος, γαλήνη, heitere Ruhe, Plat. Legg. XI, 919 a; nach VLL. hießen die Tage, in welchen der Eisvogel brütet, εὐδιειναί, vgl. Schol. Ar. Av. 251; so τροπαί, ἔτος, Arist. H. A. 5, 8. 6, 15; χώρα, ein dem Winde nicht ausgesetztes, Strab., wie τόποι εὐδ., den χειμερινοί entgegengesetzt, Arist. meteor. 10, 12; u. den προςήνεμοι, Theophr.; bei Xen. Cyn. 5, 9, ποιούμενος εὐνήν, ὅταν μὲν ᾖ ψύχη, ἐν εὐδιεινοῖς, windstill, Andere erkl. warm. – Adv. übertr., εὐδιεινῶς καὶ ἱλαρῶς, Hippocr.
-
67 εὐ-δαίμων
εὐ-δαίμων, ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., ἀνήρ, Κυρήνη, P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft πόλις μεγάλη τε καὶ εὐδαίμων); πότμος, βίοτος, Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῠρος, ἀνήρ, Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών Soph. Ant. 578; Ἀϑῆναι O. C. 283; ὄλβος O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; Ἑλλάς, Θησέως χώρα, 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von εὐτυχής, Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie ϑεός Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz ἄϑλιος, Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.
-
68 εὐ-βοήθητος
εὐ-βοήθητος, dem leicht beizustehen ist, leicht zu vertheidigen, χώρα Arist. Pol. 7, 5. 6; leicht heilbar, Hippocr.
-
69 εὐ-ήνεμος
-
70 εὔ-ανδρος
εὔ-ανδρος, reich an guten, tapfern Männern, γῆ Κέκροπος Ar. Nuhb. 300; χώρα, μητρόπολις, Pind. P. 1, 40 N. 5, 9; Eur. Τr. 229. – Bei Aesch. εὔανδροι συμφοραί, Männer beglückend, Eum. 985.
-
71 εὔ-βοτος
εὔ-βοτος, gute, reichliche Weide habend, Od. 15, 405; πᾶσι ζῴοις Plat. Critia. 111 a, wie ϑρέμμασιν εὔβ. χώρα Plut. Cam. 16; D. Hal. 1, 20; Call. Del. 164. – Bei Theocr. 5, 24 ἀμνός, wohlgenährt.
-
72 εἰρηνεύω
εἰρηνεύω, in Frieden bringen, beruhigen, Sp.; στάσιν Babr. 39, 4; εἰρηνευομένη χώρα Pol. 5, 8, 7. – Intraus., Frieden halten, im Frieden leben, Ggstz μάχομαι, Plat. Theaet. 180 a u. Sp., wie N. T Auch im med., Pol. 5, 8, 7.
-
73 δυς-προς-πόριστος
δυς-προς-πόριστος, schwer herbeizuschaffen; χώρα, für Zufuhr ungünstig, Aen. Tact. 8.
-
74 δυς-έμβολος
δυς-έμβολος, 1) dasselbe, Hippocr. – 2) wo man schwer einfallen, eindringen kann; Λακωνική Xen. Hell. 6, 5, 24; χώρα Arist. Polit. 7, 5; Pol. 4, 75 u. öfter; auch Sp., wie Plut Alex. 37.
-
75 δύς-ιππος
-
76 μεσο-ποτάμιος
μεσο-ποτάμιος, α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. χώρα, Pol. 5, 44, 6; νῆσος, Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.
-
77 μετ-οικέω
μετ-οικέω, umwohnen, d. i. von einem Orte wegnach einem andern hinziehen, Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς, Pind. P. 9, 86, d. i. nach Theben übergesiedelt, hingelangt; – dah. als Schutzgenosse an einem Orte wohnen, ἡμᾶς μετοικεῖν τῆςδε γῆς, Aesch. Suppl. 604; τοὺς μετοικοῦντας ξένους, Eur. Suppl. 892; ἐν τῇ πόλει, Lys. 5, 2. 22, 5. 81, 9 u. öfter; ἐν τῇ χώρᾳ, Plat. Menex. 237 b, vgl. Legg. VIII, 848 a; Ἀϑήνῃσι, Dem. 49, 26.
-
78 δαψιλής
δαψιλής, ές (δάπτω), überflüssig, reichlich, δωρεά Her. 3, 130; δεῖπνον Plut. Cat. mai. 25; πηγαί, παρασκευή, Num. 15; ergiebig, χώρα 16; üppig wachsend, D. Sic. 5, 13. – Von Menschen, viel aufwendend, freigebig, Epicharm. Stob. fl. 69, 17; χορηγός Plut. Pericl. 16. – Adv., δαψιλέως Theocr. 7, 145; δαψιλῶς ζῆν Xen. Mem. 2, 7, 6; δαψιλέστατα ζῆν Cyr. 1, 6, 14, mit großem Aufwand; δαψιλὲς ἠπείλησεν Callim. Del. 125.
-
79 δι-αρκής
-
80 δια-τοξεύσιμος
δια-τοξεύσιμος, mit dem Pfeile zu durchschießen; χώρα, d. i. Schußweite, Plut. Lucull. 28.
См. также в других словарях:
χώρα — χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc/acc dual χώρᾱ , χώρα space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρᾳ — χώρᾱͅ , χώρα space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
χώρα — η 1. τμήμα της επιφάνειας της γης, κράτος: Η Γαλλία είναι μια μεγάλη χώρα της Ευρώπης. 2. ως κύρ. όν., Xώρα συνήθ. ο μεγαλύτερος οικισμός νησιού που αποτελεί και την πρωτεύουσά του. 3. ορισμένο μέρος της επιφάνειας του σώματος που αντιστοιχεί σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χώρα — Sp Chorà Ap Χώρα/Chora L PV Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Χώρα Γαϊτσών — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέντρου … Dictionary of Greek
Χώρα Σφακίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 80 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (46 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο οικισμός Κομιτάδες (υψόμ. 200 μ.) και η Βριτομάρτις. Η X.Σ. σήμερα είναι μικρό χωριό, άλλοτε όμως… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Χώρα — Sp Megãli Chorà Ap Μεγάλη Χώρα/Megali Chora L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άνω Χώρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ., 404 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αποδοτίας … Dictionary of Greek
Έξω Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 160 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στις δυτικές πλαγιές του βουνού Βραχιώνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek