Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐάνεμος

См. также в других словарях:

  • ευάνεμος — η, ο (Α εὐάνεμος, ον δωρ. τ. αντί εὐήνεμος) βλ. ευήνεμος (ως φλόγα εις δάση ευάνεμα καίει τας καρδίας», Κάλβ.) …   Dictionary of Greek

  • Εὐανέμοις — Εὐάνεμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐανέμοισι — Εὐάνεμος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐανέμου — Εὐάνεμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐανέμῳ — Εὐάνεμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐάνεμον — Εὐάνεμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήνεμος — η, ο (ΑΜ εὐήνεμος, ον Α και δωρ. τ. εὐάνεμος, ον) (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από σφοδρό άνεμο, ο απάνεμος («λιμένας ἧλθες εἰς εὐηνέμους», Εὐρ.) αρχ. 1. ο εκτεθειμένος στον άνεμο 2. (για ταξίδι) με ευνοϊκό άνεμο («πλόος εὐάνεμος») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Evanemvs — EVANEMVS, i, Gr. Ἐυάνεμος, ου, ein Beynamen des Jupiters, unter welchem er eine Kapelle zu Lacedämon hatte. Pausan. Lacon. p. 185. Er bedeutet einen der guten Wind bringt. Gyrald. Synt. II. p. 104 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»