Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐδαιμόνως

См. также в других словарях:

  • εὐδαιμόνως — εὐδαίμων blessed with a good genius adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՐԵԲԱՍՏԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 444 Chronological Sequence: Unknown date εὑδαιμόνως feliciter ԲԱՐԵԲԱՍՏԱՊԷՍ. Բարբաստութեամբ. յերջանիկ վիճակի. *Հանդերձեալ է բնակիլ բարեբաստապէս. Պղատ. օրին. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»