-
1 νικη
-
2 Νικη
дор. Νίκα ἥ Ника1) богиня победы, дочь Стикса и Паллады Hes. etc.2) эпитет АфиныΝ. Αθάνα Πολιάς Soph.
-
3 νίκη
νίκη ηпобеда -
4 νίκη
η победа;κερδίζω ( — или κατάγω) (τη) νίκη — одерживать победу;
γιορτάζω τη νίκη — праздновать победу;
§ Πύρρεια ( — или Καδμεία) νίκη — пиррова победа
-
5 νίκη
ἡ νίκη победа (ср. Никита; Никея, Ницца ←Νίκαια) -
6 νίκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νίκη
-
7 νίκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νίκη
-
8 νίκη
победа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νίκη
-
9 νίκη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νίκη
-
10 νίκη
[рики] ουσ θ победа. -
11 νικα
-
12 Νικα
-
13 νικος
-
14 αβεβαιος
-
15 αγερωχος
21) неукротимый, непреклонный(Τρῶες, Μυσοί Hom.; βάτραχοι Batr.; πάθη Plut.; ὄνος Luc.)
2) гордый, славный(ἕργματα, στεφάνωμα, νίκη Pind.)
-
16 αδακρυς
2, gen. υος1) бесслезный, неплачущий(αἰών Pind.; παῖς Theocr.)
οὐκ ἂν δυναίμην ἄ. εἶναι Eur. — я не смог бы удержаться от слез;πῶς ἄδακρυν μοῖραν σχήσεις ; Eur. — сможешь ли не заплакать над судьбой (детей)?;ἄ. καὴ ἄτεγκτος Plut. — без слез и твердо2) обошедшийся без слез, т.е. не стоивший жертв(νίκη, μάχη Plut.)
πόλεμος οὗτος Λακεδαιμονίοις ἄ. ἔσται Diod. — эта война не будет стоить лакедемонянам слез -
17 Ακτιας
-
18 αληθινος
дор. ἀλᾱθῐνός 31) истинный, подлинный, настоящий(στράτευμα Xen.; σοφία Plat.; φίλος Dem.; ἀνήρ Theocr.)
2) несомненный, (досто)верный(μαρτυρία Dem.; νίκη Plut.)
3) правдивый, искренний(εὔνοια, δάκρυον Plut.)
-
19 αμφιδηριτος
-
20 αμφιδοξος
См. также в других словарях:
Νίκη — victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκῃ — Νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
νίκη — η 1. η επικράτηση σ οποιονδήποτε τομέα: Πέτυχαν σπουδαία νίκη οι αθλητές μας. – Νίκη των δημοκρατικών στις εκλογές. – Nίκη του στρατού στη μάχη. – Nίκη του φωτός ενάντια στο σκότος. 2. ως κύρ. όν., Νίκη θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νίκη — νί̱κη , νίκη victory fem nom/voc sg (attic epic ionic) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νί̱κη , νῖκος for ever neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νί̱κη , νικάω conquer pres imperat act 2nd sg (doric) νί̱κη , νικάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίκῃ — νί̱κῃ , νίκη victory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικῇ — νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind mp 2nd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres ind act 3rd sg (doric) νῑκῇ , νικάω conquer pres subj mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζεὺς σωτὴρ καὶ νίκη. — См. Бог нам прибежище и сила … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Καδμεία νίκη. — См. Победа Пирра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μπακογιάννη, Νίκη — (Λαμία 1968 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η άλτρια του ύψους και ασημένια ολυμπιονίκης της Ατλάντα το 1996 στην καριέρα της κατέρριψε 12 φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στον ανοιχτό στίβο και άλλες τόσες στον κλειστό στίβο και συνέδεσε το… … Dictionary of Greek
НИКА — • Νίκη, Victoria, 1. по Гесиоду (Hesiod. theog. 383 слл.), богиня победы, дочь Палланта и богини Стикс, сестра Ζη̃λος (рвение), Κράτος (сила) и Βία (насилие). Это семейство постоянно живет у Зевса на Олимпе, потому что они… … Реальный словарь классических древностей