-
1 αδακρυς
2, gen. υος1) бесслезный, неплачущий(αἰών Pind.; παῖς Theocr.)
οὐκ ἂν δυναίμην ἄ. εἶναι Eur. — я не смог бы удержаться от слез;πῶς ἄδακρυν μοῖραν σχήσεις ; Eur. — сможешь ли не заплакать над судьбой (детей)?;ἄ. καὴ ἄτεγκτος Plut. — без слез и твердо2) обошедшийся без слез, т.е. не стоивший жертв(νίκη, μάχη Plut.)
πόλεμος οὗτος Λακεδαιμονίοις ἄ. ἔσται Diod. — эта война не будет стоить лакедемонянам слез -
2 άδακρυς
υς, υ, αδάκρυτ||ος, η, ο [ος, ον ]1) не плачущий, без слёз; 2) неоплаканный
См. также в других словарях:
άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… … Dictionary of Greek
ἄδακρυς — ἀδάκρυτος without tears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek