Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄδακρυς

См. также в других словарях:

  • άδακρυς — Αδάκρυτος, εκείνος που δεν δακρύζει ή και εκείνος που δεν προξενεί δάκρυα. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τις εκφράσεις ά. μάχη, ά. νίκη και ά. πόλεμος.Στην αρχή, οι εκφράσεις αυτές σήμαιναν ότι είχε επιτευχθεί η νίκη χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ἄδακρυς — ἀδάκρυτος without tears masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»