Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀβέβαιος

См. также в других словарях:

  • ἀβέβαιος — unreliable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβέβαιος — αία και αιη, ο (Α ἀβέβαιος, ον) [βέβαιος] 1. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος 2. ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αβέβαιο(ν) η αβεβαιότητα*. νεοελλ. αυτός που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αβέβαιος — η, ο ακαθόριστος, άστατος: Αυτά που ελπίζεις είναι πράγματα αβέβαια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβεβαιότερον — ἀβέβαιος unreliable adverbial comp ἀβέβαιος unreliable masc acc comp sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαιοτάτων — ἀβέβαιος unreliable fem gen superl pl ἀβέβαιος unreliable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαιοτέρων — ἀβέβαιος unreliable fem gen comp pl ἀβέβαιος unreliable masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαιότατα — ἀβέβαιος unreliable adverbial superl ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαιότατον — ἀβέβαιος unreliable masc acc superl sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαίως — ἀβέβαιος unreliable adverbial ἀβέβαιος unreliable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβέβαιον — ἀβέβαιος unreliable masc/fem acc sg ἀβέβαιος unreliable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβεβαιοτάτῳ — ἀβέβαιος unreliable masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»