-
121 озарить
ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) φωτίζω, φέγγω•солнце -ло землю ο ήλιος φώτιση τη γή•
свеча -ла комнату το κερί φώτισε το δωμάτιο•
меня вдруг -ла блестящая мысль ξαφνικά μου ήρθε μια φωτεινή σκέψη.
|| απρόσ. его -ло τον φώτισε.(κυρλξ. κ. μτφ.)• φωτίζομαι φέγγω, λάμπω•вершины гор -лись лучами солнца οι κορυφές των βουνών φωτίστηκαν από τις ηλιακές ακτίνες•
лицо -лось улыбкой το πρόσωπο έφεξε από το χαμόγελο.
-
122 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
123 свет
свет 1-а (-у), προθτ. в -, на -у α.1. το φως•солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•
свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•
луч -а αχτίδα φωτός•
свет и тьма φως και σκοτάδι•
дневной свет το φως της μέρας•
читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•
зажечь свет ανάβωτο φως•
выключить свет σβήνω το φως•
чуть свет χαράματα, χαραυγή.
|| φέξιμο πρωινό•ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.
2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•свет истины το φως της αλήθειας•
свет знания το φως της γνώσης.
|| (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•мой свет! το φως μου!
εκφρ.свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•в два -а – παλ. με δυο σειρές παράθυρα•в -е – στο φως (α.πο άποψη)•показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•чем свет – κ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).свет 2-а α.1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•
части -а ο ι ήπειροι•
страны -а οι χώρες του κόσμου.
2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.
|| ανώτερο κοινωνικό στρώμα•высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•
большой свет η ανώτερη κοινωνία.
εκφρ.Божий свет – βλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•этот свет – ο επίγειος κόσμος•- а преставление – βλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα. -
124 часом
επίρ.1. κάποτε, ενίοτε, πότε-πότε, μερικές φορές, ενίοτε.2. εδώ που τα λέμε, μια και τό φέρε η κουβέντα, λόγου συμπεσόντος• ευκαιριακά• μεταξύ των άλλων. -
125 через
(πρόθεση με αιτ.).1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•
перейти через улицу περνώ την οδό•
пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•
переступить через порог περνώ το κατώφλι.
|| (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.
|| πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.
2. μέσα απο•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.
|| μέσο, δια μέσου•ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.
|| απο•проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.
3. υπέρ, πάνω απο•перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•
прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.
|| υπεράνω•через силу υπεράνω των δυνάμεων.
4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•
сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•
переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•
через расстрел με τουφεκισμό•
через повешение με απαγχονισμό.
5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•- болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•
полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.
|| μεταξύ, ανάμεσα•писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.
7. κάθε, ανά•курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•
принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•
работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.
-
126 γλῶσσα
γλῶσσα, [dialect] Ion. [full] γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 ([place name] Chios), [dialect] Att. [full] γλῶττα, ης, ἡ,2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op. 709, A.Ch. 266;γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr. 331
, cf.Eu. 830;γλώσσης ἀκρατής Id.Pr. 884
(lyr.);μεγάλης γ. κόμποι S.Ant. 128
; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC 806, Aj. 1142;ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp. 612
: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63;φθέγγεσθαι Pi.O.6.13
(but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op. 322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1;τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC 936
; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba. 1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag. 813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp. 112;ἐν ὄμμασιν.. δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747
:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V. 547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El. 596;πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr. 929
; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant. 962 (lyr.), cf.Aj. 199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles,μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293
, cf. Ar.Fr. 629 (s. v. l.).II language,ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175
, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers. 406, Ch. 564;γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142
, 4.183;γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109
;κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh. 1357b10
; dialect,ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc. 177
; but alsoΔωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph.
ap. Sch.D.T.p.320 H.2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh. 1410b12, Po. 1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA 565a24, Thphr.HP4.11.4, etc. -
127 γνώμη
γνώμ-η, ἡ,II organ by which one perceives or knows, intelligence,1 thought, judgement (τῆς ψυχῆς ἡ γ. Pl.Lg. 672b
),ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γ. S. Ant. 176
: acc. abs., γνώμην ἱκανός intelligent, Hdt.3.4; γ. ἀγαθός, κακός, S.OT 687, Ph. 910;τοιάδε τὴν γ. Id.El. 1021
;κατὰ γ. ἴδρις Id.OT 1087
(lyr.);γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;γνώμῃ μαθεῖν τι S.OC 403
;γνώμῃ κυρήσας Id.OT 398
; γνώμῃ φρενῶν, opp. ὀργῇ, ib. 524;γνώμης ξύνεσις Th.1.75
;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Id.3.11
;ταῖς γ. καὶ τοῖς σώμασι σφάλλεσθαι X. Cyr.1.3.10
, cf. Th.1.70; γνώμῃ, opp.τύχῃ, σωφρονοῦντες Isoc.3.47
; γνώμης ἅπτεσθαι affect the head, of wine or fever, Hp.Acut.63, Fract.11; γνώμην ἔχειν understand, S. El. 214 (lyr.), Ar.Ach. 396;πάντων γ. ἴσχειν S.Ph. 837
(lyr.); προσέχειν γνώμην give heed, attend,δεῦρο τὴν γ. προσίσχετε Eup.37
;πρὸς ἕτερον γνώμην ἔχειν Aeschin. 3.192
; to be on one's guard, Th.1.95; δηλοῦν τὴν γ. ἔν τινι to show one's wit in.., Id.3.37;ἐν γνώμῃ τι παραστῆσαι D.4.17
; ἀπὸ γνώμης φέρειν ψῆφον δικαίαν with a good conscience, A.Eu. 674; but οὐκ ἀπὸ γ. λέγεις not without judgement, with good sense, S.Tr. 389;ἄτερ γνώμης A.Pr. 456
;ἄνευ γ. S.OC 594
; γνώμῃ κολάζειν with good reason, X.An.2.6.10; γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ (sc. κρίνειν or δικάζειν) to the best of one's judgement, in the dicasts' oath, Arist.Rh. 1375a29;ἡ καλουμένη γ. τοῦ ἐπιεικοῦς κρίσις ὀρθή Id.EN 1143a19
; soπερὶ ὧν ἂν νόμοι μὴ ὦσι, γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ κρινεῖν D.20.118
;γ. τῇ δ. δικάσειν ὀμωμόκασιν Id.23.96
, cf. 39.40;τῇ δ. γ. Arist.Pol. 1287a26
; ὅστις γνώμῃ μὴ καθαρεύει has not a clear conscience, Ar.Ra. 355.2 will, disposition, inclination,εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pi.O.3.41
;γ. Διός A.Pr. 1003
; ἐν γνώμῃ γεγονέναι τινί to stand high in his favour, Hdt.6.37; πάσῃ τῇ γ. with all one's zeal, Th.6.45;τίνα αὐτοὺς οἴεσθε γ. ἕξειν περὶ σφῶν αὐτῶν And.1.104
;γ. ἔ. περί τινα Lys.10.21
; πρὸς τοὺς Ἀθηναίους τὴν γ. ἔχειν to be inclined towards.., Th.5.44; ἐμπιμπλάναι τὴν γ. τινός satisfy his wishes, X.An.1.7.8, cf. HG6.1.15 (pl.); ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμης on his own initiative, Th.4.68; ἐκ μιᾶς γ. of one accord, with one consent, D.10.59;μιᾷ γνώμῃ Th.1.122
, 6.17;διὰ μιᾶς γ. γίγνεσθαι Isoc.4.139
; κατὰ γνώμην according to one's mind or wishes,ὅταν τἀκεῖ θῶ κατὰ γνώμην ἐμήν E.Andr. 737
;ἄν τι μὴ κατὰ γ. ἐκβῇ D.1.16
: in pl., φίλιαι γνῶμαι friendly sentiments, Hdt. 9.4.III judgement, opinion,βροτῶν γ. Parm.8.61
; ταύτῃ.. τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι I in cline mostly to this view, Hdt.7.220 (s. v.l.); alsoταύτῃ πλεῖστος τὴν γνώμην εἰμί Id.1.120
;ἡ πλείστη γ. ἐστί τινι Id.5.126
;τλέον φέρει ἡ γ. τινί Id.8.100
;τὸ πλεῖστον τῆς γ. εἶχεν.. προσμεῖξαι Th.3.31
;γνώμην τίθεσθαι Hdt.3.80
; οὕτως τὴν γ. ἔχειν to be of this opinion, Th.7.15, cf. X.Cyr.6.2.8, Ar.Nu. 157;εἴ τινι γ. τοιαύτη παρειστήκει περὶ ἐμοῦ And.1.54
;τὴν αὐτὴν γ. ἔχειν Th.2.55
; τῆς αὐτῆς γ. εἶναι, ἔχεσθαι, Id.1.113, 140;ὁ αὐτὸς εἰμὶ τῇ γ. Id.3.38
; κατὰ γ. τὴν ἐμήν in my judgement or opinion, Hdt.2.26, 5.3; ellipt.,κατά γε τὴν ἐμήν Ar.Ec. 153
, cf. Plb.18.1.18, D.H.Isoc.3: abs.,γνώμην ἐμήν Ar.V. 983
, Pax 232; παρὰ γνώμην τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο contrary to general opinion, Th.4.40; but παρὰ γ. κινδυνευταί reckless venturers, Id.1.70, cf. 4.19; εἰπὲ μὴ παρὰ γ. ἐμοί either contrary to my wish, or contrary to your true opinion, A.Ag. 931, cf.Supp. 454: freq. of opinions delivered publicly,ἑστάναι πρὸς τὴν γ. τινός Th.4.56
; Θεμιστοκλέους γνώμῃ by the advice of Th., Id.1.90,93; γνώμην ἀποφαίνειν deliver an opinion, Hdt.1.40; ἀποδείκνυσθαι ib. 207;ἐκφαίνειν Id.5.36
; (anap.), Ar.Ec. 658;ἀποφαίνεσθαι E.Supp. 336
;ποιεῖσθαι περί τινων Th.3.36
; γνώμας κατέθεντο have made up their minds, Parm.8.53.2 proposition, motion,γνώμην εἰσφέρειν Hdt.3.80
,81;εἰπεῖν Th.8.68
, etc.; (but γνώμας προτιθέναι hold a debate, Th.3.36);γνῶμαι τρεῖς προεκέατο Hdt.3.83
: freq. in Inscrr., resolution, IG12.118.28, etc.; γ. στρατηγῶν ib.22.27; Κλεισόφου καὶ συμπρυτάνεων ib.1; ἡ ἐκφερομένη γ. ib.1051c26; γνώμην νικᾶν carry a motion, Ar.V. 594, Nu. 432;κρατεῖν τῇ γ. Plu.Cor.17
.3 γνῶμαι, αἱ, practical maxims, Heraclit. 78, S.Aj. 1091, X.Mem.4.2.9, Arist.Rh. 1395a11 (sg., 1394a22).4 in pl., fancies, illusions, S.Aj.52.5 intention, purpose, resolve, ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης with some such purpose as this, Th.3.92; γνώμην ποιεῖ σθαι, c.inf., propose to do, Id.1.128; κατὰ γνώμην of set purpose, D.H. 6.81 (so alsoγνώμης Lib.Or.33.13
, 50.12); τίνα ἔχουσα γνώμην; with what purpose? Hdt.3.119; οἶδα δ' οὐ γνώμῃ τίνι; with what intent? S.OT 527, cf. Aj. 448; ἡ ξύμπασα γ. τῶν λεχθέντων the general purport.., Th.1.22; ἦν τοῦ τείχους ἡ γνώμη.., ἵνα .. the purpose of it was.., that.., Id.8.90. -
128 θρησκεία
A religious worship, cult, ritual, ἡ περὶ τὰ ἱρὰ θ. Hdt.2.18, IG12(5).141.5 (Paros, iii B.C.), J.AJ17.9.3, etc.;τοῦ Ἀπόλλωνος SIG801
D (Delph., i A.D.); ἡ περί τινος θ. ib. 867.48 (Ephesus, ii A.D.): pl., rites, Hdt.2.37, D.H.2.63, PGnom. 185 (ii A.D.), Wilcken Chr.72 (iii A.D.).2 religion, service of God, LXX Wi.14.18, Act.Ap.26.5, Ep.Jac.1.26;θ. τοῦ θεοῦ μία ἐστί, μὴ εἶναι κακόν Corp.Herm.12
fin.; ἑκατέρα θ., i.e. Christianity and Paganism, Them.Or.5.69c; θ. τῶν ἀγγέλων worshipping of angels, Ep.Col.2.18.3 in bad sense, religious formalism,ἀντὶ ὁσιότητος Ph.1.195
; θ. βιωτική vulgar superstition, Sor.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρησκεία
См. также в других словарях:
Τῇ δε μίᾳ τῶν σαββάτων. — См. Во едину от суббот … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… … Dictionary of Greek
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
διαταραχών, θεωρία των- — Προσεγγιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την επίλυση ενός δύσκολου προβλήματος. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται συχνά για την εύρεση προσεγγιστικής λύσης διαταραγμένων, γενικότερα μη γραμμικών εξισώσεων, όταν η λύση των αντίστοιχων αδιατάρακτων… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Ροδόλφος A’ των Αψβούργων — (1218 – 1291). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τη μεσολάβηση του πάπα Γρηγόριου Γ’ οι Γερμανοί πρίγκιπες τον εξέλεξαν βασιλιά της Φρανκφούρτης (Οκτώβριος 1273). Ο Ρ. εγκατάλειψε τότε την τυχοδιωκτική πολιτική των Χοχενστάουφεν,… … Dictionary of Greek
Σκλάβων, Λίμνη των- — (ή Μεγάλη Λίμνη των Δούλων, αγγλικά Great Slave Lake = Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων). Λιμναία λεκάνη του κεντροδυτικού Καναδά στα Βορειοδυτικά Εδάφη, μια από τις πιο εκτεταμένες (28 438 τ. χλμ.) της Βόρειας Αμερικής. Έχει σχήμα πολύ επίμηκες (480 χλμ … Dictionary of Greek