-
41 κεραια
ἥ1) досл. рог, перен. роговой лук(ἐξᾶλτο κεραίας ἰός Anth.)
2) щупальце(τῶν καρκίνων, τῶν ἐντόμων Arst.)
3) мор. рея Aesch. etc.κεραίας ὑφιέναι Plut. — спускать паруса
4) брус, балка(κεραῖαι δελφινοφόροι Thuc.; κεραῖαι ἀπὸ τῶν τειχῶν ὑπεραιωρούμεναι Plut.)
5) ножка циркуля(ἥ κ. κυκλογραφοῦσα Sext.)
6) выступ, конец(κεραῖαι γραμμῆς Plut.)
7) черточка или значок(γραμμάτων Plut.; ἰῶτα ἓν ἢ μία κ. NT.)
8) сук или жердь(δύο κεραίας ἔχουσιν οἱ χάρακες Polyb.)
9) выступ, мыс или коса(ἠπείροιο Anth.)
10) отросток, мыщелка(τοῦ ἀστραγάλου Arst.)
-
42 νῦν
1 now, referring to present, immediate past, or immediate future.1 adv. of time.aνῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.13
“ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.) I. 6.47 combined with δέ and καί, εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.) O. 3.43νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
“ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν soon P. 9.55 ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν afterwards as now P. 4.64μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι P. 5.20
ἤτοι μεταίξαις σὲ καὶ νῦν N. 5.43
[ νῦν codd., νυν corr. Er. Schmid. N. 6.8]καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος I. 5.48
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
b c. impv., exclam., simm., emphasising urgency.ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους O. 6.87
ἀλλὰ νῦν ἐπίνειμαι O. 9.5
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
ἴσθι νῦν O. 11.11
ἐπακοοῖτε νῦν (Bergk: ἐπάκοοι νῦν codd.) O. 14.15 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσε-φόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
κλῦτε νῦν Pae. 6.58
ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.121
Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. θνατῶν. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (the crux may conceal an impv.) O. 10.9ἰὴ, ἰὴ, νῦν ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τ' ἐπῆλθον Pae. 1.5
c opposed to some other time, or hypothetical situation.νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
“ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ” P. 8.49 εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (bis) I. 6.44 combined with various particles,νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται O. 1.90
τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν. νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17
νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οἱ μὲν πάλαι νῦν δ I. 2.9
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις. νῦν γε μὰν P. 1.50
τότε γὰρ. νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος P. 4.50
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ μετὰ χειμέριον ζόφον I. 4.18
, cf. Pae. 2.80 infra.ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ I. 6.5
ἐν κρυοέσσᾳ συντυχίᾳ. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς. ἐν δὲ χρόνῳ for the present it is true... but.. P. 4.290νῦν μὲν αὐτῷ O. 8.65
2 c. art., pro subs., τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2.. ξένον μή τιν κυριώτεροντῶν γε νῦν O. 1.105
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
pro adv.,τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
3 fragg. ν]ῦν δ' αὖ γλυκυμάχανον[ (supp. von Arnim) Πα. 2.. νῦν[ Πα. 13. a. 12 ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9. νῦν δεδ[ Θρ. 2. 5. -
43 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
44 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
45 κύκλος
Aκύκλα Il.
, etc., v. infr.11.1, 3,9, 111.1:—ring, circle, ὅπποτέ μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, of the circle which hunters draw round their game, Od.4.792; κ. δέκα χάλκεοι (concentric) circles of brass on a round shield, Il.11.33, cf. 20.280; but ἀσπίδος κύκλον λέγω the round shield itself, A.Th. 489, cf. 496, 591.2 Adverbial usages, κύκλῳ in a circle or ring, round about,κ. ἁπάντῃ Od.8.278
;κ. πάντῃ X.An.3.1.2
;πανταχῇ D.4.9
;τὸ κ. πέδον Pi.O.10(11).46
;κ. περιάγειν Hdt.4.180
;λίμνη.. ἐργασμένη εὖ κ. Id.2.170
;τρέχειν κ. Ar.Th. 662
;περιέπλεον αὐτοὺς κ. Th.2.84
;οἱ κ. βασιλεῖς X.Cyr.7.2.23
; ἡ κ. περιφορά, κίνησις, Pl.Lg. 747a, Alex. Aphr.in Top.218.3: freq. with περί or words compounded there with, round about,κ. πέριξ A.Pers. 368
, 418;περιστῆναι κ. Hdt.1.43
;βωμὸν κ. περιστῆναι A.Fr. 379
;ἀμφιχανὼν κ. S.Ant. 118
(lyr.);περιστεφῆ κ. Id.El. 895
;περισταδὸν κ. E.Andr. 1137
;κ. περιϊέναι Pl.Phd. 72b
, etc.;τοῦ φλοιοῦ περιαιρεθέντος κ. Thphr.HP4.15.1
; so κ. περὶ αὐτήν round about it, Hdt.1.185;περὶ τὰ δώματα κ. Id.2.62
; also κύκλῳ c. acc., withoutπερί, ἐπιστήσαντες κ. σῆμα Id.4.72
;πάντα τὸν τόπον τοῦτον κ. D.4.4
: c.gen.,κ. τοῦ στρατοπέδου X.Cyr.4.5.5
;τὰ κ. τῆς Ἀττικῆς D.18.96
, cf. PFay. 110.7 (i A.D.), etc.: metaph., around or from all sides, S.Ant. 241, etc.; κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχή all over, Pl.Phdr. 251d; τὰ κ. the circumstances, Arist.Rh. 1367b29, EN 1117b2; ἡ κ. ἀπόδειξις, of arguing in a circle, Id.APo. 72b17, cf. APr. 57b18: with Preps.,ἐν κ. S.Aj. 723
, Ph. 356, E.Ba. 653, Ar.V. 432, etc.;ἅπαντες ἐν κ. Id.Eq. 170
, Pl. 679: c. gen., E.HF 926, Th.3.74;κατὰ κύκλον Emp.17.13
.1 wheel, Il.23.340; in which sense the heterocl. pl. κύκλα is mostly used, 5.722, 18.375; τοὺς λίθους ἀνατιθεῖσι ἐπὶ τὰ κύκλα on the janker, IG12.350.47.3 place of assembly, of theἀγορά, ἱερὸς κ. Il.18.504
;ὁ κ. τοῦ Ζηνὸς τὠγοραίου Schwyzer 701
B6 (Erythrae, v B.C.); ἀγορᾶς κ. (cf. κυκλόεις) E.Or. 919; of the amphitheatre, D.C.72.19.b crowd of people standing round, ring or circle of people,κ. τυραννικός S.Aj. 749
; κύκλα χαλκέων ὅπλων, i.e. of armed men, dub. in Id.Fr.210.9, cf. X. Cyr.7.5.41: abs., E.Andr. 1089, X.An.5.7.2 (both pl.), Diph.55.3.4 vault of the sky,ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ Hdt.1.131
, LXX 1 Es.4.34;πυραυγέα κ. αἰθέρος h.Hom.8.6
, cf. E. Ion 1147;ὁ ἄνω κ. S.Ph. 815
;ἐς βάθος κύκλου Ar.Av. 1715
;νυκτὸς αἰανὴς κ. S.Aj. 672
; γαλαξίας κ. the milky way, Placit.2.7.1, al., Poll.4.159; alsoὁ τοῦ γάλακτος κ. Arist. Mete. 345a25
;πολιοῖο γάλακτος κ. Arat.511
.b μέγιστος κ. great circle, Autol.Sph.2, al.;μ. κ. τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ Archim.Sph.Cyl.1.30
, cf. Gem.5.70; κ. ἰσημερινός, θερινός, etc., Ph.1.27;χειμερινός Gem.5.7
, Cleom.1.2; ἀρκτικός, ἀνταρκτικός, Gem.5.2,9;ὁ κ. ὁ τῶν ζῳδίων Arist. Mete. 343a24
; ὁ ὁρίζων κ. the horizon, Id.Cael. 297b34; παράλληλοι κ., of parallels of latitude, Autol.Sph.1: in pl., the zones, Stoic.2.196.5 orb, disk of the sun and moon,ἡλίου κ. A.Pr.91
, Pers. 504, S.Ant. 416; ; μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου (sc. τῆς σελήνης) Hdt.6.106: in pl., the heavenly bodies, IG14.2012A9 (Sulp. Max.).6 circle or wall round a city, esp. round Athens,ὁ Ἀθηνέων κ. Hdt.1.98
, cf. Th.2.13, etc.;οὐχὶ τὸν κ. τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεως D.18.300
.8 in pl., eye-balls, eyes, S.OT 1270, Ph. 1354;ὀμμάτων κ. Id.Ant. 974
(lyr.): rarely in sg., eye,ὁ αἰὲν ὁρῶν κ. Διός Id.OC 704
(lyr.).9 οἱ κ. τοῦ προσώπου cheeks, Hp.Morb.2.50;κύκλα παρειῆς Nonn.D.33.190
, 37.412; but κύκλος μαζοῦ, poet. for μαζός, is f.l. in Tryph.34.11 cycle or collection of legends or poems, ([place name] Crete); esp. of the Epic cycle,ὁ ἐπικὸς κ. Ath. 7.277e
, Procl. ap. Phot.Bibl.p.319 B., cf. Arist.Rh. 1417a15; of the corpus of legends compiled by Dionysius Scytobrachion, Ath.11.481e, cf. Sch. Od.2.120; κ. ἐπιγραμμάτων Suid.s.v. Ἀγαθίας; cf.κυκλικός 11
.III circular motion, orbit of the heavenly bodies,κύκλον ἰέναι Pl.Ti. 38d
;οὐρανὸς.. μιᾷ περιαγωγῇ καὶ κύκλῳ συναναχορεύει τούτοις Arist.Mu. 391b18
; revolution of the seasons,ἐνιαυτοῦ κ. E.Or. 1645
, Ph. 477; τὸν ἐνιαύσιον κ. the yearly cycle, ib. 544;ἑπτὰ.. ἐτῶν κ. Id.Hel. 112
; μυρία κύκλα ζώειν, i.e. years, AP7.575 (Leont.): hence κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὶ πρηγμάτων human affairs revolve in cycles, Hdt.1.207;φασὶ.. κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα Arist.Ph. 223b24
, al.;κ. κακῶν D.C.44.29
; κύκλου ἐξέπταν, i.e. from the cycle of rebirths, Orph.Fr. 32c.6.2 circular dance (cf. κύκλιος), χωρεῖτε νῦν ἱερὸν ἀνὰ κ. Ar.Ra. 445
, cf. Simon.148.9, E.Alc. 449 (lyr.).3 in Rhet., a rounded period,περιόδου κύκλος D.H.Comp.19
, cf. 22, 23.b period which begins and ends with the same word, Hermog.Inv.4.8. -
46 παραλύω
I c. acc. rei, loose and take off, detach,τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136
(so in [voice] Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—[voice] Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; ;τὸν θώρακα Plu.Ant.76
:—[voice] Med., π. τὴν ῥαφὴν [ τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ;τοὺς στεφάνους Id.2.646a
:—[voice] Pass., Hdt.3.105.2 undo, put an end to, (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—[voice] Med., get rid of,τὸν κίνδυνον D.H.6.28
.II c. acc. pers. et gen. rei, part from, (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city ([place name] Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in [voice] Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ;τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol. 1315a12
(so in [voice] Pass.,π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37
;τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481
B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from.., Th. 2.65 ;φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14
;παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7
: c. acc. only, set free,δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117
(lyr.):—[voice] Med., obtain leave of absence from,τοὺς παιδονόμους SIG577.56
(Milet., iii/ii B.C.).IV disable, enfeeble, Pl.Ax. 367b ;π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38
:—mostly in [voice] Pass., to be paralysed,δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26
.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN 1102b18
: generally, to be exhausted, flag,ἡ δύναμις.. τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46
;τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7
; ;τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9
; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλύω
-
47 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
-
48 χείρ
χείρ, ἡ, χειρός, χειρί, χεῖρα, dual χεῖρε, χεροῖν, pl. χεῖρες, χερῶν, χεῖρας, penult. being regularly short, when the ult. is long; dat. pl. regularly χερσί ( χειρσί occurs in cod.Vat. of LXX, as Jd.7.19, 1 Ch.5.10, and late Inscrr. as CIG2811A b.10 ([place name] Aphrodisias), 2942c ([place name] Tralles): but Poets used the penult. long or short in all cases, as the verse required, χερός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας (of which Hom. uses onlyχερί; χέρα h.Pan.40
); gen. dual (lyr.), 1394 (lyr.), IG22.1498.76; gen. pl. χειρῶν ib.31, common in Prose.—Poet. forms, dat. pl. χείρεσι ([etym.] ν ) once in Hom., Il.20.468, also Q.S.2.401, 5.469 (v.l.);χείρεσσι Il.12.382
, Pi.O.10(11).62, S.Ant. 976 (lyr.), 1297 (lyr.), and once in trim., E.Alc. 756; χέρεσσι ([etym.] ν) Hes.Th. 519, 747, B.17.49; ([place name] Galatia):—[dialect] Dor. nom. [full] χέρς Timocr.9; [full] χήρ Sophr. in PSI11.1214a3 (also, = δίψακος, Ps.-Dsc.3.11); gen.χηρός Alcm.32
, IG42(1).121.22 (Epid., iv B. C.); acc. pl. χῆρας ib.96, [dialect] Aeol.χέρρας Alc.Supp.4.21
, Theoc.28.9.—On the accent and declension of these forms, v. Hdn.Gr.2.277, 748:— the hand, whether closed,παχεῖα Il.3.376
;βαρεῖα 11.235
, al.; or open, flat, χερσὶ καταπρηνέσσι, χειρὶ καταπρηνεῖ, 15.114, Od.13.164, al.;εἰς τὴν χ. ἐγχεάμενοί τι X.Cyr.1.3.9
: freq. in pl. where a single hand is meant, Il.23.384, etc.; reversely, sg. where more than one hand is spoken of, e.g. Od.3.37, etc.; dual joined with pl.,ἄμφω χεῖρας 8.135
;χεῖρε ἀμφοτέρας Il.21.115
.2 hand and arm, arm (cf. Ruf.Onom.11,82, Gal.2.347),πῆχυν χειρὸς δεξιτερῆς Il.21.166
; ;χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150
;χ. εἰς ὤμους γυμναί Longus 1.4
; ἐν χερσὶ γυναικῶν πεσέειν into the arms, Il.6.81, etc.: hence, words are added to denote the hand as distinct from the arm,ἄκρην οὔτασε χεῖρα 5.336
;περὶ ἄκραις ταῖς χ. χειρῖδας ἔχουσι X.Cyr.8.8.17
, cf. Pl. Prt. 352a.3 of the hand or paw of animals,ὅσα [ζῷα] χεῖρας ἔχει X.Mem.1.4.14
; πορεύεσθαι ἐπὶ χειρῶν go on all fours. LXX Le.11.27; so of monkeys, Arist.HA 502b3; of the fore-paws of the hyena, Id.Fr. 369; of the bear, Plu.2.919a.II Special usages:1 to denote position, ποτέρας τῆς χερός; on which hand? E.Cyc. 681;ἐπὶ δεξιὰ χειρός Pi.P.6.19
;ἐπ' ἀριστερὰ χειρός Od.5.277
;χειρὸς εἰς τὰ δεξιά S.Fr. 598
;λαιᾶς χειρός A.Pr. 714
(but χείρ is often omitted with δεξιά, ἀριστερά, as we say the right, the left).2 freq. in dat. of all numbers with Verbs which imply the use of hands, λάβε χειρί, χερσὶν ἑλέσθαι, Il.5.302, 10.501;χερσὶν ἀσπάζεσθαι Od.3.35
;προκαλίζεσθαι 18.20
; χειρί, χεροῖν ψαῦσαι, S.OT 1510, 1466: sts. this dat. is added pleon. by way of emphasis,ὄνυξι συλλαβὼν χερί Id.Aj. 310
.3 gen., by the hand,χειρὸς ἔχειν τινά Il.4.154
;χειρὸς ἑλών 1.323
, etc.; γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised him by the hand, 24.515, cf. Od.14.319;χερὶ χειρὸς ἑλών Pi.P.9.122
;τινὰ χειρός ἑλκειν Id.N.11.32
;ἀνέλκειν τινὰ τῆς χ. Ar.V. 569
(anap.).4 the acc. is used when one takes the hand of a person,χεῖρα γέροντος ἑλών Il. 24.361
;χεῖρ' ἕλε δεξιτερήν Od.1.121
; χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, in pledge of good faith, Il.6.233; soἔμβαλλε χ. δεξιὰν πρώτιστά μοι S.Tr. 1181
; alsoἔμβαλλε χειρὸς πίστιν Id.Ph. 813
, cf. OC 1632.5 other uses of the acc.:a in prayer or entreaty, χεῖρας ἀνασχεῖν [θεοῖς] Il.3.275, etc.;ποτὶ γούνασι χεῖρας βάλλειν Od.6.310
;ἀμφὶ.. Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς 7.142
; ;ἀμφί τινι χεῖρε β. 21.223
;περίβαλε δὲ χέρας Ar.Th. 914
, cf. A.Ag. 1559 (anap.);χεῖρας προΐσχεσθαι Th.3.58
, 66; so alsoχεῖρας ἀείρων Od.11.423
, cf. Il.7.130 (tm.); χ. ἀνατείνειν (v.ἀνατείνω 1.1
).b τὰς χεῖρας αἴρειν to hold up hands in token of assent or choice, of persons voting, Ar.Ec. 264;τὴν χ. αἴρειν And.3.41
;ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀράτω τὴν χ. X.An.5.6.33
, cf. 7.3.6; ἀνατεινάτω τὴν χ. ib.3.2.9, 33;χεῖρας ὀρεγνύς Il.22.37
;χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν 15.371
;χεῖρας ὀ. τινί Od.12.257
;πρός τινα Pi. P.4.240
;ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but χεῖρά τισι ὀ. to reach them one's hand in help, X.HG5.2.17); alsoχεῖρε ἑτάροισι πετάσσας Il.4.523
, etc.;πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας Od.11.392
(but χεῖρε πετάσσας abs., of one swimming, etc., 5.374, al.).I as a protector, Il.9.420, etc.: less freq. τισι, 4.249, cf. 5.433;χεῖρά θ' ὕπερθεν ἔχεις IG14.1003.10
([place name] Rome).d in hostile sense, χεῖρας or χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, Il.1.89, 19.261, al.;χεῖρας ἐφιέναι τινί 1.567
, Od.1.254, al.;χεῖρας ἐπιβάλλειν τισί Plb.3.2.8
, etc.;χέρα τινὶ προσενεγκεῖν Pi.P.9.36
; χεῖρας ἐπί τινι ἰάλλειν, v. ἰάλλω 1.1.e χεῖρας ἀπέχειν keep hands off,λοιμοῖο βαρείας χεῖρας ἀφέξει Il.1.97
codd.;κερτομίας δέ τοι.. καὶ χεῖρας ἀφέξω.. μνηστήρων Od.20.263
;ἀθανάτων ἀπέχειν χέρας A.Eu. 350
(lyr.);τὼ χεῖρε ἀπέχεται Pl.Smp. 213d
;παύειν χεῖράς τινος Il.21.294
.f χεῖρας ἐπιτιθέναι τινί, in token of consecration, 1 Ep.Ti.5.22, etc.6 with Preps.:a ἀνὰ χεῖρας ἔχειν τινάς to be intimate with.., Plb.21.6.5;αἱ ἀνὰ χεῖρά τινων ὁμιλίαι S.E.M.1.64
; τὰ ἀνὰ χεῖρα πράγματα the matters in hand, Plu.2.614b, etc. (also οἱ ἀνὰ χ. χρόνοι the current period, PRyl.88.21 (ii A. D.); τὰ ἀνὰ χ. what comes his way, Ps.-Ptol.Centil.18; ἀνὰ χ. τῆς πύλης hard by.., LXX 2 Ki.15.2.b ἀπὸ χειρὸς λογίσασθαι to reckon off-hand, roughly, Ar.V. 656 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.29: but πότισον τὴν γῆν ἀπὸ χειρός by hand, PCair.Zen.155 (iii B. C.).c διὰ χερῶν ἔχειν, λαβεῖν, literally, to have or take between the hands, A.Supp. 193, S.Ant. 916; διὰ χειρὸς ἔχειν to hold in the hand, ib. 1258 (anap.), Ar.V. 597 (anap.); to have in hand, i. e. under control, Th.2.76;διὰ χειρῶν ἔχειν τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1308a27
; τὰ τῶν ξυμμάχων keep under control, Th.2.13: later, to have a work in hand, be engaged in it, Phld.Acad.Ind.p.69M. ([etym.] χερός), D.H.Isoc.4;τὰ ὅπλα Plu.Cor.2
, etc. (also διὰ χ. by direct payment, opp. διὰ τῆς τραπέζης by banker's order, BGU1156.8 (i B. C.), etc.; cf.διὰ χ. ἔσπευδε τὴν πρᾶσιν Charito 1.12
); of arms,διὰ χειρὸς εἶναι Luc.Anach.35
; διὰ χ. ἔχειν, c. part., to be continually doing, Plu.2.767c;διὰ χειρός τινος ποιεῖν τι LXXJo.17.4
, al., cf. Act.Ap.7.25, al.d ἐς χεῖρας λαβεῖν τι literally, S.El. 1120, etc.; to take a matter in hand, undertake it,πρᾶγμ' ἐς χέρας λαβόντ' E.Hec. 1242
;ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας Hdt.1.126
, 4.79, etc.; δοῦναί τινι ἐς χέρας, εἰς χεῖρα, S.El. 1348, X.Cyr.8.8.22;καταστῆσαι εἰς τὰς χ. τινος Aeschin.2.28
; of persons, ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς thou hast fallen into our hands, Il.10.448 (in Hom. also simplyὅ τι χεῖρας ἵκοιτο Od.12.331
, cf. 24.172); soεἰς χεῖρας ἐλθεῖν τινι X.Cyr.7.4.10
, cf. 2.4.15: generally, to have to do with any one, converse with him, Id.An.1.2.26 (soἐς χεῖρα γῇ ξυνῆψαν E.Heracl. 429
): most freq. ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τισι to come to blows or close quarters with.., A.Th. 680;ἀλλήλοις Th.7.44
: abs.,εἰς χ. ἐλθεῖν Id.4.96
;ἐς χ. ἰέναι Id.2.3
, 4.72, cf. PTeb.765.6 (ii B. C.);συνιέναι X.Cyr.8.8.22
; also ἐς χειρῶν νόμον (fort. νομόν)ἀπικέσθαι Hdt.9.48
; ἐν χειρῶν νόμῳ (fort. νομῷ)ἀπόλλυσθαι Id.8.89
, cf. Aeschin.1.5, SIG167.37 (Mylasa, iv B. C.), Heraclid.Pol.25, Plb.1.34.5, 5.111.6; [full] ἐν χειρὸς νόμῳ Arist.Pol. 1285a10, D.H.6.26;ἐν χειρῶν νομαῖς SIG700.29
(Lete, ii B.C.), v. l. in LXX 3 Ma.1.5; ἐν χεροῖν δίκῃ cj. in E.Ba.738;εἰς χεῖρας συμμεῖξαι τοῖς πολεμίοις X.Cyr.2.1.11
; also εἰς χεῖρας δέχεσθαί τινας to await their charge, Id.An.4.3.31;ἐς χ. ὑπομεῖναί τινας Th. 5.72
.e ἐκ χειρός by hand of man, S.Aj.27: from near at hand, at close range,ἐκ χειρὸς βάλλειν X.An.3.3.15
; ἀμύνασθαι ib.5.4.25;μάχεσθαι Id.HG7.2.14
, cf. D.S.19.6;πληγὰς ἐκ χ. ἀναδέξασθαι Plu.
tim.4;οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χ. σιδήρου LXX Jb.20.24
; ἡ ἐκ χ. δίκη lynch law, D.H.4.37;ἡ ἐκ χ. βία Plb.9.4.6
: metaph., ἡ ἐκ χ. θεωρία closerange reading, D.H.Isoc.2; so of time, out of hand, off-hand, forthwith, Plb.5.41.7, al.fδέπας μητρὶ ἐν χειρὶ τίθει Il.1.585
, cf. Od.13.57, 15.120, al. (always so of a cup, hence ἐν χερσὶ τίθει δέπας, though found in most codd., was condemned by the critics in Il.l.c., Od.3.51, 15.130);πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω Il.8.289
; τόξον, ἔγχος ἔχων ἐν χειρί, 15.443, 17.604;σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί Od.2.37
; butἐν.. χειρὶ σκῆπτρον ἔθηκεν Il.23.568
; of a gift,ἐν χερσὶ τίθει 1.441
, 446; ἐν ταῖς χ. ἔχειν, literally, Pl.R. 432d;τὰ ὅπλ' ἐν ταῖς χ. ἔχων D.9.8
, etc. (metaph.,ἔτι μεμνημένων ὑμῶν καὶ μόνον οὐκ ἐν ταῖς χερσὶν ἕκαστ' ἐχόντων Id.18.226
); but ἐν χερσὶν ἔχειν also, to have in hand, be engaged in,τὸν γάμον Hdt.1.35
;ἑορτήν Plu.Alex.13
;τὴν περὶ Δημοσθένους πραγματείαν D.H.Th.1
;ἐν χειρί τινα δίκην ἔχων Pl.Tht. 172e
; ὁ ἐν χερσὶ πόλεμος the war in hand, D.H.8.87; περιτειχισμὸς ἐν χερσὶν ὤν ib.21;ἡ ἐν χ. ζήτησις S.E.M.11.208
, etc.; freq. of fighting, ἐν χερσί hand to hand,ἐν χ. ἦν ἡ μάχη Th.4.43
;ἐν χ. ἀποκτεῖναι Id.3.66
, cf. 4.57,96, etc.;ἐν χ. γίγνεσθαι τοῖς ἐναντίοις Id.5.72
;ἐν χ. εἶναί τινος X.HG4.6.11
;δίκη ἐν χερσί Hes.Op. 192
;ὁ ψόφος τῶν ὅπλων καὶ τῶν ἵππων ὁ φρυαγμὸς ἐν χερσὶν ἐδόκει εἶναι D.S.19.31
; ἡ ἐν χερσὶν [δυστυχία] Plu.Cleom.22: also in dual,τἀν χεροῖν S.Ant. 1345
(lyr.); ἐν χειρί τινος by the hand of.., LXX Jo.21.2, al.;ἐν χ. ἀγγέλου Act.Ap.7.35
(v.l.).g ἐπὶ χειρὸς ἔχειν on or in one's hand, Thgn.490; ἐπὶ χεῖράς τινων ἐκφέρουσι put into their hands, Plu.2.815b; also ἐπὶ χεῖρά τινος next to, LXXNe.3.4.h κατὰ χειρός, of washing the hands before meals, ὕδωρ κατὰ χειρός (sc. φερέτω τις), Ar.V. 1216, cf.Av. 464 (anap.), Fr. 502 (lyr.), Philox. 1, Ath.9.408e; (without ὕδωρ)κατὰ χ. ἐδόθη Alex.261.2
, cf. Arched. 2.3: prov. of that which is easily come by, Telecl.1.2 (anap.);πάντα μοι κατὰ χ. ἦν τὰ πράγματα
at hand,Pherecr.
146.5; also κατὰ χειρῶν δοῦναι, χέειν, λαβεῖν, Philyll.3, Antiph.287 (v.l.), Men.470 (troch.), cf. Phot.s.v. κατὰ χειρὸς ὕδωρ: κατὰ χεῖρα in deed or act,κατὰ χ. γενναιότατοι D.H.7.6
; opp. συνέσει, Plu.Phil.7; κατὰ χεῖρά σου according to thy will, LXX Si.25.26: but κατὰ χεῖρας [τῆς σοφίας] by her side, ib.14.25.i μετὰ χερσὶν ἔχειν between, i.e. in, the hands, Il.11.4, 15.717; [ἄλεισον] μετὰ χ. ἐνώμα Od.22.10
: μετὰ χεῖρας ἔχειν to have in hand, be engaged in, Hdt.7.16.β, Th.1.138.k λάβε παρὰ χεῖρα take in hand, LXX To. 11.4; but τὸ πὰρ χειρός the work in hand, B.13.10.m πρὸς χειρός τινος by his hand, A.Supp.66 (lyr.), etc.; πρὸς ἐμὴν χεῖρα at the signs given by my hand, S.Ph. 148 (anap.); πρὸς χεῖρα ὑποβορβορύζοντες on pressure, Hp.Epid.4.7.n ὑπὸ χερσὶ ἁλοῦσα under, i.e. by, another's hands, Il.2.374, etc.; ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι to bring under one's power, X.Ages.1.22; οἱ ὑπὸ χ. persons in one's power, D.6.34; ὑπὸ τὴν χ. ἐλθεῖν to come into one's hand, Luc.Herm.57, etc.; ὑπὸ χ. in hand, i.e. in stock, Arist.Mete. 369b33; but also, at hand, i.e. at once, Plu.2.548e; τὰ ὑπὸ χ. ib.56b, Dsc.1.35; ὁ ὑπὸ χ. the attendant, Dsc.5.75;παρέργως καὶ ὑπὸ χ.
extempore,Plu.
Arat.3, etc.; also καθύπο χεῖρα κινῶν [τὰς οὐσίας], in Alchemy, Ps.-Democr. p.51 B.III the hand often receives the attributes of the person using it, χ. μεγάλη, of Zeus, Il.15.695 (χ. παγκρατής, of God, Secund.Sent.3; χ. ὑπερμήκης, of the 'long arm' of the king, Hdt.8.140.β') ; θοὴ χ., of one throwing, Il.12.306;ἀφνειά Pi.O.7.1
, cf. S.El. 458; εὐσεβεστέρα, εὐφιλής, A.Ch. 141, Ag.34; κάρβανος ib. 1061; (anap.); , etc.: to denote wealth or poverty,πλειοτέρῃ σὺν χ. Od.11.359
;κενεὰς σὺν χ. ἔχοντες 10.42
, cf. E.Hel. 1280, etc.2 it is represented as acting of itself,χεῖρες μαιμῶσιν Il.13.77
, cf. S.Aj.50;χεὶρ ὁρᾷ τὸ δράσιμον A.Th. 554
;δήμου κρατοῦσα χ. Id.Supp. 604
(dub. l.): prov.,ἁ δὲ χ. τὰν χ. νίζει Epich.273
; or simply,ἁ χ. τὰν χ. AP5.207
(Mel.).3 pl., in theurgy, name for spiritual powers,αἱ δημιουργικαὶ [τοῦ Ἀπόλλωνος] δυνάμεις ἃς θεουργῶν παῖδες χεῖρας ἀποκαλοῦσιν Procl. in Cra. p.101
P., cf. eund. in R.2.252K.IV to denote act or deed, opp. mere words, in pl.,ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
; μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν of her handiwork, her art, Od.15.126 (so in sg.,δώρημ' ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χ. S.Tr. 603
);χερσὶν ἢ λόγῳ Id.OT 883
(lyr.), cf. OC 1297, etc.; τῇ χειρὶ χρᾶσθαι to use one's hands, i.c. be active, stirring, opp. ἀργὸς ἐπεστάναι, Hdt.3.78, cf. 9.72; τὰς χ. προσφέρειν to apply force, X.Mem.2.6.31: sg.,βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ A.Pr. 619
; μιᾷ χειρί single-handed, D.21.219;χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.3.109
, cf. 2.115;χερσίν τε ποσίν τε Il.20.360
, cf. Pi.O.10(11).62, esp. of using the hands in a fight, cf. supr. 11.6d, e, f; of deeds of violence, πρὶν χειρῶν γεύσασθαι before we try force, Od.20.181; ἀδίκων χ. ἄρχειν to give the first blow, X.Cyr.1.5.13, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, etc.;ἀμυνόμενος ἄρχοντα χειρῶν Pl.Lg. 869d
: generally, χεῖρες violent measures, force,ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.267
;ὑπόδικος χερῶν A.Eu. 260
(lyr.);χερσὶ πεποιθώς Il.16.624
, etc.; ἐν χειρῶν νόμῳ v. supr. 11.6d; ὅπως θανάτοιο βαρείας χ. ἀλάλκοι, v.l. for κῆρας, Il.21.548.V a number, band, body of men, esp. of soldiers,χεὶρ μεγάλη Hdt.7.157
; in dat.,οὐ σὺν μεγάλῃ χ. Id.5.72
;πολλῇ χ. 1.174
, Th.3.96, E.Heracl. 337; pleon.,χ. μεγάλῃ πλήθεος Hdt.7.20
; ; οἰκεία χείρ, for χεὶρ οἰκετῶν, E.El. 629;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
.VI handwriting,τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνήσασθαι Hyp.Lyc.Fr.5
, cf. IG9(1).189 ([place name] Phocis); τῇ ἐμῇ χ. Παύλου I Ep. Cor.16.21, Ep.Col.4.18: copy, counterpart of a document, SIG712.31 (Crete, ii B.C.); deed, instrument,ἡ χ. ἥδε κυρία ἔστω PRein.28.18
(ii B.C.), cf. PCair.Zen. 477 (iii B.C.), etc.b handiwork of an artist or workman,γλαφυρὰ χ. Theoc.Epigr.8.5
, etc.;αἱ Ἐφεσίου χεῖρες Herod.4.72
, cf. 6.66;σοφαὶ χέρες APl.4.262
;τὰς Φειδίου χ. Lib.Or. 30.22
.VII of any implement resembling a hand:1 a kind of gauntlet, X.Eq.12.5, Poll.1.135 (pl.).2 χ. σιδηρᾶ grappling-iron, Th.4.25, 7.62; also of an anchor, AP6.38 (Phil.).4 in LXX, pillar or cairn, as it were a finger pointing to heaven,χεὶρ Ἀβεσσαλώμ LXX 2 Ki.18.18
; also ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα, i.e. trophy, ib. 1 Ki.15.12.5 χεῖρες ἐλάτιναι, of oars, Tim.Pers.7.7 instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13. -
49 ὕστερος
A latter, last, [comp] Comp. and [comp] Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. [comp] Comp. and [comp] Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)A [full] ὕστερος, α, ον, latter:I of Place, coming after, behind,ὑστέρῳ ποδί E.Hipp. 1243
, HF 1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El. 734;ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21
;ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14
, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg. 503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind ( slower than) a ship, A.Eu. 251.II of Time, next,ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17
, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10;τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103
; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag. 702 (lyr.), etc.;ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg. 865a
;ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag. 1666
(troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the [ per.] 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after,σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333
, cf. Ar.Ec. 859, Pl.Phd. 87c, al.:ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166
, 5.32, cf. Th.2.54.2 later, too late,ὕ. ἐλθών Il.18.320
;κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V. 691
(anap.);μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69
;ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90
; ὕ. (sc. ἐλθών) S.OT 222, Tr.92;Διονύσιος ὁ ὕ. D.
the second, Arist.Pol. 1312a4.3 c. gen. rei, too late for,ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120
;ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V. 690
(anap.);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF 1174
;ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg. 698e
.III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph. 181(lyr.), cf. Th.1.91;γυναικὸς ὕ. S. Ant. 746
; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg. 896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to.., Th.8.41.2 logically posterior,ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12
.IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind,ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr. 475
;ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42
.2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61;ὕστερα Od.16.319
; freq. with other words,ὕ. αὖτις Il.1.27
;οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj. 858
; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270;εἶτα.. ὕ. Id.53.4
; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64;χρόνοις ὕ. Lys.3.39
;βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52
;οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1
; ὀλίγῳ orὀλίγον ὕ. Pl.R. 327c
, Grg. 471c;πολλῷ ὕ. Th.2.49
, Pl.Phd. 58a;οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ.
posterity,Id.
R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm. 165a.b c. gen.,ὕ. τούτων Hdt.1.113
, etc.;ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83
; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen.,ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140
, cf. 1.91;πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3
, cf. Isoc. 19.22: folld. byἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ... ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60
, cf. 6.4.3 in Adv. sense with Preps.,ἐς ὕστερον Od.12.126
, Hes.Op. 351, Hdt.5.41,74, S.Ant. 1194, E.IA 720, Pl.Ti. 82b, etc.:ἐν ὑστέρῳ Th.3.13
, 8.27:ἐξ ὑστέρου D.S.14.109
, D.H.4.73; alsoἐξ ὑστέρης Hdt.1.108
, 5.106, 6.85.B [full] ὕστᾰτος, η, ον, last:I of Place,ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281
; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp. 717;ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp. 177e
.II of Time,τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299
, cf. 5.703, E HF485, etc.;ὁ δ' ὕ. γε.. πρεσβεύεται A.Ag. 1300
; ἡλίου.. πρὸς ὕ. φῶς ib. 1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib. 1445;τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj. 864
; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of.., Hdt.2.151;ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra. 908
; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E. Ion 1115;οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16
, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.III of Rank or Degree,οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr. 315
; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used,πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116
;ὕστατα καὶ πύματα 4.685
, 20.13;νῦν ὕστατα Il.1.232
, Od.22.78;ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43
;καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx. 247a
; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd. 60a, Luc.VH1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστερος
-
50 ῥώμη
A bodily strength, might, Xenoph.2.11, Hdt.1.31, 8.113; γυίων ῥ. A.Pers. 913 (anap.);μεῖζον ἢ κατ' ἐμὰν ῥώμαν S.Tr. 1019
(lyr.);ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχούμεθ' E.Or.69
; , cf. Agatho 27; εἴ τῳ.. προλίποι ἡ ῥ. καὶ τὸ σῶμα, i.e. his bodily strength, Th.7.75; ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος in the full strength or vigour of life, Id.2.43; ὑγίειαν καὶ ῥ. Pl.Phdr. 270b; τὴν ἰσχὺν δεινὰ καὶ τὴν ῥ. Id.Smp. 190b;ῥ. καὶ τόλμῃ D.18.220
;ῥώμης ἀκμή Eub.7.6
: pl., πιστεύοντες ταῖς αὑτῶν ῥ. Lys.24.16; ταῖς τῶν σωμάτων ῥ. X.Cyr.3.3.19.2 of nations, armies, and the like ,τὴν παροῦσαν νῦν ῥ. πόλεως Th.4.18
.3 of things, strength, force, might,δορός E.Supp.26
; ; ; alsoῥ. ψυχῆς X.Cyr.4.2.14
; ; τοῦ λέγειν ib. 711e; ; ἡ τῶν λόγων ῥ. Cratin.Jun.7.3.4 οὐ μιᾷ ῥώμῃ not single-handed, S.OT 123: a force, i.e. army, X.An.3.3.14, HG7.4.16.5 confidence,τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐγεγένητό τις ῥ., διότι τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας.. εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι Th.7.18
, cf. 42, 4.29. -
51 ὡς
ὡς, auf welche Art, Weise, wie, so wie; (1) sich auf ein demonstratives adv. beziehend; ἑλὼν κρέα, ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον, er nahm Fleisch, so wie die Hände faßten; ὦκα δὲ μητρὶ ἔννεπον, ὡς εἶδόν τε καὶ ἔκλυον, ich sagte es der Mutter, wie ich es hörte, = was ich sah und hörte; gew. bleibt das Demonstrativum weg: ὡς κύων νεβρὸν ἐκμαστεύομεν, wie ein Hund das Hirschkalb; (a) Zwischensätze zu merken: ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, wie mir scheint; ὡς ἔοικε, wie es scheint; ὡς ἐγῷμαι, wie ich meine, eigtl. das ist in so weit richtig, wie es mir scheint; ὡς γοῠν ὁ λόγος σημαίνει, wie wenigstens die Rede lehrt. Der optat. potent. ermäßigt den Ausdruck noch mehr: ὡς ἡμεῖς φαῖμεν ἄν, wie wir sagen möchten; abgekürzte Redensarten: ὡς ἐμοί, ὥς γ' ἐμοί, nach meinem Urteile; ὥς γ' ἐμοὶ κριτῇ u. ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσϑαι κριτῇ, nach Maßgabe meiner Kräfte; ὡς ἐμῇ δόξῃ, so nach meiner Meinung; (b) ὡς ἔχει, wie es sich verhält; ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος ἡμῶν, = so schnell ein jeder kann; (c) mit ἄν u. dem conj. erhält der Satz den Ausdruck großer Allgemeinheit, wie einer auch; (2) an diesen einfachsten Relativgebrauch reiht sich: (a) der des Ausrufs: wie, wie sehr; ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες, ein wie unverständiges Herz hattest du; ὡς ἀγαϑὸν καὶ παῖδα λιπέσϑαι, wie gut ists; ὡς ἀγαϑαὶ φρένες ἦσαν Πηνελοπείῃ, ὡς εὖ μέμνητ' Ὀδυσῆος, wie gut war ihr Sinn, wie treu gedachte sie des Odysseus; ὡς ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφϑαρται πολὺς ὄλβος, wie ist auf einen Schlag vernichtet; φεῦ, ὡς εὖ λέγεις, ei, wie gut sprichst du; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνϑρωπος, wie fein ist der Mensch; ϑαυμαστῶς ὡς ἐπείσϑην ὑπ' αὐτοῦ, es ist zu verwundern, wie ich überredet wurde, wundervoll, wie überaus wunderbar wurde ich überredet; über alle Maßen wie!; ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῠ αἰεί, wie doch folgt bei mir Unglück aus Unglück; ὡς οὔ τίς με ϑεῶν ἐλεεινὸν ὑπέστη ἐκ ποταμοῖο σαῶσαι, wie erbarmte sich doch kein Gott meiner, mich zu retten!; ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισϑ' εὐεργέων, wie doch ist hinterdrein kein Dank für die Wohltaten; ὥς σ' ἀτιμάζει πατήρ, wobei man sich immer einen Gedanken, wie 'es ist erstaunlich, entsetzlich' ergänzen kann; (b) bei Wünschen od. Beteuerungen, wo sich οὕτως ὡς entsprechen; als Wunschpartikel: so, daß doch; ὡς ἔρις ἀπόλοιτο, daß doch der Zwist untergehen möge; ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, daß doch ein andrer unterginge; mit der Verneinung, ὡς μὴ ϑάνοι, daß er nicht sterben möchte; (3) bei adverb.; (a) beim posit. hat es verstärkende Kraft; ὡς ἀληϑῶς, wie wahr! od. so wahr, wie etwas sein kann, ganz wahr, wie auch wir sagen: das ist so wahr; ὡς ἄτοπον, gar seltsam; (b) dagegen ist ὡς bei superl., um den höchsten, möglichsten Grad auszudrücken; ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, so schön er nur konnte, so wie es am besten ist; ὡς ἄριστα, ὡς τάχιστα, ὡς μάλιστα, so gut, schnell, sehr wie möglich, am schnellsten; ὡς πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, eigtl. wie es am meisten ist, gewöhnlich, meistenteils; (4) in indirecter Frage, wie auch wir unser wie für daß brauchen; Θουκυδίδης ξυνέγραψε τὸν πόλεμον, ὡς ἐπολέμησαν, wie sie Krieg führten; εἰςορᾶς μ' ὡς ἔκδικα πάσχω, du siehst mich, wie ich leide, = du siehst wie oder daß ich Ungerechtes leide; (5) zum Ausdrucke der Absicht: damit, auf daß; (a) ταῦτ' ἐγὼ ἀπολογοῦμαι, ὡς εἰκότως οὐ χαλεπῶς φέρω, um zu beweisen, daß ich; μή μ' ἐρέϑιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι, eigtl. damit du in dem Falle dann, wenn du mich nicht reizest, gesund heimkehrest; (b) Ἀϑήνη σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, ὡς μῦϑον ἀκούσειαν, damit, dies war ihre Absicht, alle hören möchten; (c) mit dem indic. der Nichtwirklichkeit, zum Ausdrucke, daß etwas habe geschehen sollen, was nicht geschehen ist od. nicht geschehen kann: so daß, wenn er auch wollte, er nicht konnte; (d) nach den Aufforderungen getrost od. ohne Furcht zu sein; μηκέτ' ἐκφοβοῦ, μητρῷον ὥς σε λῆμ' ἀτιμάσει ποτέ, fürchte nicht, daß dich der mütterliche Übermut je entehren wird; μὴ δείσητε, ὡς οὐχ καϑευδήσετε, eigtl., fürchtet euch nicht, als ob ihr nicht schlafen werdet; (e) in einigen Wendungen cum inf., wie unser um zu; ὡς εἰπεῖν, daß ich so sage, so zu sagen; ὡς συνελόντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen; ὡς εἰκάσαι, um eine Vermutung auszusprechen, vermutungsweise; (6) die Art u. Weise durch den Erfolg näher bestimmend: so daß; εὖρος ὡς δύο τριήρεις πλέειν ὁμοῦ, so breit, daß zwei Galeeren zugleich darauf fahren können; ἐνετύγχανον τάφροις πλήρεσιν ὕδατος, ὡς μὴ δύνασϑαι διαβαίνειν, so daß sie nicht durchgehen konnten; nach einem comparat., lat. quam ut; ὡς ἐμὲ εὖ μεμνῆσϑαι, so viel, in so fern ich mich recht erinnere; ὡς μὲν ἐμὲ συμβαλλόμενον εὑρίσκειν, so viel ich erraten kann; ὥς γε ἐντεῦϑεν ἰδεῖν, von hier aus wenigstens betrachtet; μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα ὡς ἂν εἶναι Ῥοδῶπιν, ἀτὰρ οὐχ ὥς γε ἐς πυραμίδα τοσαύ-την ἐξικέσϑαι, für die Rhodopis, da sie nichts Besseres als eine Rhodopis war, insofern dies das Vermögen einer Privatperson war; (7) wie im Deutschen wie, als, ist ὡς auch Zeitpartikel; (a) mit dem Indic., bei einfacher Angabe einer Zeitbestimmung; (b) c. opt., in Beziehung auf die Vergangenheit, eine oftmalige, wiederholte Handlung ausdrückend: so oft als; ὡς δὲ εἰς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο, οἰκήματα οὔτε κατέβαλλεν, οὔτε ἐνεπίμπρη, so oft er in das Milesische Gebiet kam, zerstörte er wieder; (c) cum ἄν u. conj., die wiederholte Handlung in Beziehung auf die Gegenwart oder ohne alle Rücksicht auf eine bestimmte Zeit auszudrücken; (d) cum inf. in der indirecten Rede; (8) auch Causalpartikel: da, weil, da doch; πρὸς ταῦτα βούλευ', ὡς ὅδ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, da dieser Lärm nicht erdichtet ist, od. denn der Lärm ist wahr; (9) zur Anfügung der Apposition; προςεκύνεον τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλῆα, sie verehrten ihn als König (sie verehrten ihn, den sie für ihren König erkannten); bei Participien: (a) bei denen, die sich auf das subj. od. ein Nomen in einem anderen Casus beziehen; ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας, ὡς τὴν Διὸς τυραννίδ' ἐκπέρσων βίᾳ, als wollte er, wie einer, der da zerstören wollte; ἐλάμβανε τὸ τόξον ὡς κατατοξεύσων αὐτόν, als wollte er ihn erschießen, od. um ihn zu erschießen; ἀπῄεσαν ὡς περὶ τῶν χρημάτων μαχούμενοι, indem sie sich stellten, als wollten sie kämpfen; ἔλεγον Κοιρατάδῃ μὴ ϑύειν, ὡς οὐχ ἡγησόμενον τῇ στρατιᾷ, εἰ μὴ δώσει τὰ ἐπιτήδεια, als einer, der nicht das Heer führen solle, od. denn er werde das Heer nicht führen, wenn er nicht; ἔτι πρὸς αὐτὸν ἔβλεπον ὡς ἐροῦντά τι, in der Erwartung, er werde etwas sagen; ὡς οὐχὶ συνδράσουσα νουϑετεῖς τάδε, mit dem Vorsatze, mir nicht beizustehen; ἀγανακτοῦσιν ὡς μεγάλων τινῶν ἀπεστερημένοι, als wären sie beraubt, da sie nach ihrer Meinung beraubt sind; αὐτοὶ ἐνταῠϑα ἔμενον ὡς κατέχοντες τὸ ἄκρον, in der Meinung, sie hätten die Spitze besetzt; διεμάχετο ὡς κάμνων, indem er sich stellte, als ob er müde würde; τὸν ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα, als einen, der da übertrete; ἵνα μὴ ἀγανακτῇ ὑπὲρ ἐμοῦ ὡς δεινὰ ἄττα πάσχοντος, in der Meinung, als ob ich etwas Schreckliches litte; στειπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ, wie von einem, der darin wohnt; (b) bei gen. absolutis: in der Meinung, Ansicht; ὡς οὕτως ἐχόντων στρατιὴν ἐκπέμπετε, = ἡγούμενοι, ὅτι οὕτως ἔχει, seid überzeugt, daß die Sache sich so verhält und schicket; ἐρώτα, ὅ, τι βούλει, ὡς τἀληϑῆ ἐροῠντος, frage was du willst, in der Überzeugung, daß ich dir die Wahrheit sagen werde; ὡς ἐμοῠ οὖν ἰόντος, ὅπη ἂν καὶ ὑμεῖς, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε, eigtl. in der Überzeugung also, daß ich gehen werde, wohin ihr immer gehen möget, so bildet euch eure Ansicht von mir, = glaubt also, daß ich gehen werde; (c) andere Casus; οὐχ ὕβρει λέγω τάδ', ἀλλ' ἐκεῖνον ὡς παρόντα νῷν, weil ich weiß, daß er hier ist; bei den Verbis des Sagens: λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, sie sprechen von uns. wie von, sie sagen, daß wir; ὡς μὲν στρατηγήσοντα ἐμὲ ταύτην τὴν στρατηγίαν μηδεὶς ὑμῶν λεγέτω, keiner spreche von mir als einem, spreche so, als ob ich, od. daß ich; (10) nähere Bestimmungen durch eine Präposition; καὶ γὰρ ἦσαν ὡπλισμένοι ὡς ἐν ὄρεσιν ἱκανῶς πρὸς τὸ ἐπιδραμεῖν, für eine Gebirgsgegend hinlänglich bewaffnet; ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν, ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων, nach Möglichkeit, wie es sich nach den Zeitumständen tun ließ; ἀϑροίζει ὡς ἐπὶ τούτους, unter dem Vorwande eines Zuges gegen diese; ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη, meinend, er sei aus der Not entronnen; ὡς ἐν εἰδόσιν ἱκανῶς εἴρηται, wie sichs für Kundige gehört; τοὺς πολεμίους ἐπίσταμαι ἰδιώτας ὄντας ὡς πρὸς ἡμᾶς ἀγωνίζεσϑαι, im Vergleich mit uns, wenn ich den Maßstab nach uns nehme; (11) (a) ὡς statt ἤ; (b) bei Zahlwörtern eine ungefähre Angabe: ungefähr, etwa, gegen; ἀπέϑανον ὡς πεντακόσιοι, ungefähr 500 blieben; (c) ὡς ἕκαστοι, sc. τυγχάνουσιν, jeder einzeln; ὡς ἑκάτεροι, jeder von beiden für sich allein; (d) wie ὡς οἷον = pleonastisch; (12) als Präposition c. accus., die Richtung 'zu' ausdrückend -
52 αὐτός
αὐτός, ή, ὁ (Hom.+; W-S. §22; B-D-F index) reflexive pron. ‘self’① intensive marker, setting an item off fr. everything else through emphasis and contrast, self, used in all pers., genders, and numbers.ⓐ used w. a subject (noun or pron.)α. specif. named (X., Cyr. 1, 4, 6; Plut., Caes. 710 [7, 9] αὐ. Κικέρων; 2 Macc 11:12) αὐ. Δαυίδ David himself Mk 12:36f; Lk 20:42; αὐ. Ἰησοῦς Lk 24:15; J 2:24; 4:44; αὐ. ὁ Ἰησοῦς short ending of Mk.β. or otherw. exactly designated αὐ. ὁ θεός (Jos., Bell. 7, 346) Rv 21:3; αὐ. τ. ἐπουράνια Hb 9:23 (cp. 4 Macc 17:17; Sir 46:3b; GrBar); αὐ. ἐγώ I myself Ro 15:14 (cp. 3 Macc 3:13; POxy 294, 13f [22 A.D.]); αὐ. ἐγὼ Παῦλος 2 Cor 10:1; αὐτοὶ ὑμεῖς J 3:28 (cp. 4 Macc 6:19; En 103:7); αὐτοὶ οὗτοι (Thu. 6, 33, 6) Ac 24:15; ἐν ὑμῖν αὐτοῖς among yourselves 1 Cor 11:13.ⓑ to emphasize a subject already known: of Jesus Mt 8:24; Mk 8:29; Lk 5:16f; 9:51; 10:38; 24:36 (cp. the Pythagorean αὐτὸς ἔφα Schwyzer II 211). Of God Hb 13:5 (cp. Wsd 6:7; 7:17; Sir 15:12; 1 Macc 3:22 and oft. LXX).ⓒ differentiating fr. other subjects or pointing out a contrast w. them αὐτὸς καὶ οἱ μετʼ αὐτοῦ Mk 2:25; J 2:12; 4:53; 18:1; Lk 24:15; 1 Cor 3:15. αὐ. οὐκ εἰσήλθατε καὶ τοὺς εἰσερχομένους ἐκωλύσατε you yourselves did not come in etc. Lk 11:52; cp. vs. 46.—J 7:9; 9:21; Mt 23:4; Lk 6:11; Ac 18:15; 1 Th 1:9; 1 Cor 2:15. αὐτὸς ἐγώ I alone 2 Cor 12:13. Ro 7:25 s. e below.—εἰ μὴ αὐ. except himself Rv 19:12. αὐ. ὄγδοός ἐστιν he is the eighth 17:11; s. also 2a. In anticipation of an incorrect inference Ἰησοῦς αὐ. οὐκ ἐβάπτιζεν Jesus did not personally baptize J 4:2 opp. ‘his disciples.’ Of bodily presence, αὐ. παραγενοῦ come in person (as opp. to letter-writing) AcPlCor 1:7; with component of surprise that the subject specified is actually present in person (Philo, De Jos. 238: Jos. to his brothers αὐ. εἰμι ἐγώ) Lk 24:36, 39.ⓓ of one whose action is independent or significant without ref. to someth. else (Hyperid. 1, 19, 11; 3, 2) without help J 2:25; 4:42; 6:6; Ac 20:34; αὐ. ᾠκοδόμησεν he built at his own expense Lk 7:5; αὐ. ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς the Father personally loves you J 16:27 (i.e. they require no intermediary).ⓔ of one viewed as a solitary figure ‘(be) by oneself, alone’ w. μόνος (cp. μόνος 1aβ) Mk 6:47; J 6:15. W. κατʼ ἰδιαν Mk 6:31.—thrown on one’s own resources αὐ. ἐγὼ τῷ νοὶ̈ δουλεύω νόμῳ θεοῦ thrown on my own resources I am enslaved in mind to God’s interests but in my flesh to the interests of sin Ro 7:25 (JWeiss, Beitr. zur Paulin. Rhetorik, in BWeiss Festschr., 1897, 233f; JKürzinger, BZ 7, ’63, 270–74).ⓕ with climactic force in connection with one or more lexical units καὶ αὐτός even (Sir prol. line 24 καὶ αὐ. ὁ νόμος even the law; 4 Macc 17:1; GrBar 4:13; 9:4 al.) καὶ αὐ. ἡ κτίσις even the created world Ro 8:21. καὶ αὐ. Σάρρα even Sara Hb 11:11 (on the rdg. here s. Windisch ad loc. and B-D-F §194, 1; Rob. 686; Mlt-Turner 220; cp. Ps.-Callisth. 1, 10, 3 καὶ αὐτὸν τὸν Φίλιππον=and even Philip; but the text of the Hb passage is prob. corrupt; s. καταβολή). οὐδὲ ἡ φύσις αὐ. διδάσκει; does not even nature teach? 1 Cor 11:14.—Without ascensive particle, Ro 9:3 Paul expresses extraordinary devotion to his people (imagine!) I myself.ⓖ w. attention directed to a certain pers. or thing to the exclusion of other lexical units, so that αὐ. can almost take on demonstrative sense (s. 2a, also Aeschyl., 7 against Thebes 528; Hes., Works 350): αὐ. τὰ ἔργα the very deeds J 5:36; αὐ. ὁ Ἰωάννης (POxy 745, 3 [I A.D.] αὐ. τὸν Ἀντᾶν) this very (or same) John Mt 3:4 (s. Mlt. 91); αὐτῆς τῆς Ἡρωδίαδος Mk 6:22 v.l. (s. 2bα for the rdg. αὐτοῦ W-H., N. and s. on this RBorger, TRu 52, ’87, 25f); ἐν αὐ. τ. καιρῷ (cp. Tob 3:17 BA; 2:9; SIG 1173, 1 αὐταῖς τ. ἡμέραις) just at that time Lk 13:1.—23:12; 24:13.—2:38; 10:21; 12:12.—10:7. αὐτὸ τοῦτο just this, the very same thing (Oenomaus in Eus., PE 5, 22, 3; PRyl 77, 39; POxy 1119, 11; cp. Phoenix Coloph. 6, 8 Coll. Alex. p. 235) 2 Cor 7:11; Gal 2:10; Phil 1:6; εἰς αὐ. τοῦτο Ro 9:17; 13:6; 2 Cor 5:5; Eph 6:22; Col 4:8. The phrases τοῦτο αὐ. 2 Cor 2:3 and αὐ. τοῦτο 2 Pt 1:5 are adverbial accusatives for this very reason (Pla., Prot. 310e [pl.]; X., An. 1, 9, 21; PGrenf I, 1, 14).② a ref. to a definite person or thing, he, him, she, her, it, they, themⓐ αὐτός refers w. more or less emphasis, esp. in the nom., to a subject, oft. resuming one already mentioned: αὐ. παρακληθήσονται they (not others) shall be comforted Mt 5:4; cp. vs. 5ff. οὐκ αὐ. βλασφημοῦσιν; Js 2:7. αὐ. σώσει Mt 1:21 (cp. Ps 129:8). αὐ. ἀποδώσει 6:4 v.l.—Mk 1:8; 14:15 al. Freq. the emphasis is scarcely felt: Mt 14:2; Lk 4:15; 22:23; J 6:24; Ac 22:19 (cp. Gen 12:12; Tob 6:11 BA; Sir 49:7; Vett. Val. 113, 16.—JWackernagel, Syntax II2 1928, 86).—Perh. the development of αὐ. in the direction of οὗτος (which it practically replaces in Mod. Gk.) is beginning to have some influence in the NT (Pla., Phdr. 229e αὐτά=this; X., An. 4, 7, 7 αὐτό; Dio Chrys. 3, 37; 15 [32], 10 αὐτοί; Aelian, NA 6, 10; Mél. de la fac. orient … Beyrouth 1, 1906, 149 no. 18 εἰς αὐτὸ ἐγεννήθης=for this [purpose] you were born; Schmid IV 69; 616 αὐτός = οὗτος; Synes., Ep. 3, 159a; 4, 165a; Agathias [VI A.D.], Hist. 1, 3 p. 144, 17 D.) καὶ αὐ. ἦν Σαμαρίτης Lk 17:16 (cp. 3:23; 19:2 and 1g above; on 5:1 s. Mussies 169). Yet here αὐ. could mean alone (examples of this from Hom. on in many writers in WSchulze, Quaestiones epicae 1892, p. 250, 3) he alone was a Samaritan; but Luke’s thematic interest in unexpected candidates for the Kingdom (cp. 5:30–32; 15:2; 19:2 [καὶ αὐτός]; 23:43) militates against the view.ⓑ The oblique cases of αὐ. very oft. (in a fashion customary since Hom.) take the place of the 3rd pers. personal pron.; in partic. the gen. case replaces the missing possessive pron.α. w. ref. to a preceding noun διαφέρετε αὐτῶν Mt 6:26; καταβάντος αὐτοῦ 8:1; ἀπεκάλυψας αὐτά 11:25.—26:43f; Mk 1:10; 4:33ff; 12:19; Lk 1:22; 4:41. The gen. is sometimes put first for no special reason (Esth 1:1e) αὐτοῦ τὰ σημεῖα J 2:23, cp. 3:19, 21, 33; 4:47; 12:40. αὐτῶν τὴν συνείδησιν 1 Cor 8:12. Sim. Lk 1:36 αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ w. her who was called barren. Forms of αὐ. are sometimes used without qualifiers in a series, referring to difft. pers.: φέρουσιν αὐτῷ (Jesus) τυφλόν, καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν (Jesus) ἵνα αὐτοῦ (i.e. τοῦ τυφλοῦ) ἅψηται Mk 8:22. On problems related to the rdg. τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ Ἡρωδιάδος εἰσελθούσης when his (Herod’s) daughter Herodias came in (?) Mk 6:22, s. Borger in 1g, and entry Ἡρῳδίας.β. w. ref. to a noun to be supplied fr. the context, and without suggestion of contrast or disparagement: ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν (i.e. τ. Γαλιλαίων) Mt 4:23. ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν 11:1. ἐκήρυσσεν αὐτοῖς (i.e. the inhabitants) Ac 8:5. παρακαλέσας αὐτούς 20:2. ἀποταξάμενος αὐτοῖς 2 Cor 2:13. τὰ γινόμενα ὑπʼ αὐτῶν Eph 5:12. ἐδημηγόρει πρὸς αὐτούς Ac 12:21. τὸν φόβον αὐτῶν 1 Pt 3:14 (cp. 13 and s. Is 8:12). Mt 12:9 (cp. vs. 2); Lk 2:22; 18:15; 19:9; 23:51; J 8:44; 20:15; Ac 4:5; Ro 2:26; Hb 8:9.γ. freq. used w. a verb, even though a noun in the case belonging to the verb has already preceded it (cp. Dio Chrys. 6, 23; 78 [29], 20; Epict. 3, 1, 22; POxy 299 [I A.D.] Λάμπωνι ἔδωκα αὐτῷ δραχμὰς η´; FKälker, Quaest. de Eloc. Polyb. 1880, 274) τοῖς καθημένοις ἐν σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς Mt 4:16.—5:40; 9:28; 26:71; J 15:2; 18:11; Js 4:17; Rv 2:7, 17; 6:4 al.δ. used pleonastically after a relative, as somet. in older Gk., e.g. Soph., X., Hyperid. (B-D-F §297; Rob. 683), freq. in the LXX fr. Gen 1:11 (οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ; GrBar 2:11 ὸ̔ν οὐδεὶς δύναται πειρᾶσαι αὐτόν al.) on (Helbing, Grammatik p. iv; Thackeray 46), and quotable elsewh. in the Koine (Callim., Epigr. 43 [42], 3 ὧν … αὐτῶν; Peripl. Eryth. c. 35; POxy 117, 15f ἐξ ὧν δώσεις τοῖς παιδίοις σου ἓν ἐξ αὐτῶν): οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ Mt 3:12; Lk 3:17. οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς … τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ Mk 1:7; Lk 3:16. ἧς εἶχεν τὸ θυγάτριον αὐτῆς Mk 7:25. πᾶν ὸ̔ δέδωκεν … ἀναστήσω αὐτό J 6:39; Ac 15:17. ἣν οὐδεὶς δύναται κλεῖσαι αὐτήν Rv 3:8. οἷς ἐδόθη αὐτοῖς 7:2, cp. 13:12. οὗ ἡ πνοὴ αὐτοῦ 1 Cl 21:9.—Cp. in ref. to an anticipatory noun τὰ Ἐλισαίου ὀστᾶ … νεκροῦ βληθέντος … ἐπʼ αὐτά when a corpse was cast on the bones of Elisha AcPlCor 2:32.ε. continuing a relative clause (an older Gk. constr.; B-D-F §297; Rob. 724): ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν 1 Cor 8:6; οἷς τὸ κρίμα … καὶ ἡ ἀπώλεια αὐτῶν (for καὶ ὧν ἡ ἀπώλεια) 2 Pt 2:3.ζ. w. a change of pers. Lk 1:45; Rv 18:24.η. w. a change of number and gender ἔθνη … αὐτούς Mt 28:19. τοῦ παιδίου … αὐτῇ Mk 5:41. φῶς … αὐτόν J 1:10. λαόν … αὐτῶν Mt 1:21.—14:14; Mk 6:45f; 2 Cor 5:19.③ pert. to someth. that is identical with, or closely related to, someth., w. art. ὁ αὐτός, ἡ αὐτή, τὸ αὐτό the same (Hom. et al.; Ps 101:28, s. Mussies 171).ⓐ w. a noun τὸν αὐ. λόγον Mt 26:44; Mk 14:39; τὸ αὐ. φύραμα Ro 9:21; cp. Lk 23:40; 1 Cor 1:10; 10:3f; 12:4ff; 15:39; Phil 1:30.ⓑ without a noun τὸ (τὰ) αὐ. ποιεῖν (Jos., Ant. 5, 129; 9, 271) Mt 5:46; Lk 6:33; Eph 6:9. τὰ αὐτὰ πράσσειν Ro 2:1. τὸ αὐ. λέγειν agree (not only in words; s. on λέγω 1aα) 1 Cor 1:10. ἀπαγγέλλειν τὰ αὐτά Ac 15:27. τὸ αὐ. as adv. in the same way (X., Mem. 3, 8, 5) Mt 27:44; 18:9 D.—ἐπὶ τὸ αὐ. (Hesychius: ὁμοῦ, ἐπὶ τὸν αὐ. τόπον; Iambl., Vi. Pyth. 30, 167; SIG 736, 66 [92 B.C.]; BGU 762, 9 [II A.D.] ἀπὸ τῶν ἐπὶ τὸ αὐ. καμήλων ε´ of the five camels taken together; PTebt 14, 20; 319, 9 al.; 2 Km 2:13; Ps 2:2 al.; 3 Macc 3:1; Sus 14 Theod.) of place at the same place, together (En 100:2; Jos., Bell. 2, 346; s. συνέρχομαι 1a) Mt 22:34; 1 Cor 11:20; 14:23; B 4:10; IEph 5:3; εἶναι ἐπὶ τὸ αὐ. (TestNapht 6:6) Lk 17:35; Ac 1:15; 2:1. προστιθέναι ἐπὶ τὸ αὐ. add to the total Ac 2:47 (see M-M.). κατὰ τὸ αυ. of pers. being together as a body in each other’s company, together (PEleph 1, 5 εἶναι δὲ ἡμᾶς κατὰ ταὐτό) and also with ref. to simultaneous presence at the same time (Aelian, VH 14, 8 δύο εἰκόνας εἰργάσατο Πολύκλειτος κατὰ τ. αὐ.; 3 Km 3:18) Ac 14:1; the mng. in the same way may also apply (ENestle, Acts 14:1: ET 24, 1913, 187f) as in Hs 8, 7, 1 (cod. A; s. καθά; but s. Bonner 105, n. 17, who restores κατʼ αὐ[τοὺς αἱ ῥάβ]δοι; so also Joly).—In combinations ἓν καὶ τὸ αὐ. (also Pla., Leg. 721c; Aristot., Metaph. 1039a, 28; other exx. in GKypke, Observ. II 1755, 220; Diod S 3, 63, 2 εἷς καὶ ὁ αὐτός) one and the same thing 1 Cor 11:5; cp. 12:11 (Diod S 22, 6, 3 μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀπόκρισιν; Epict. 1, 19, 15 μία καὶ ἡ αὐ. ἀρχή). W. gen. foll. τὰ αὐ. τῶν παθημάτων the same sufferings as 1 Pt 5:9. Without comparison: ὁ αὐ. (Thu. 2, 61, 2; Plut., Caesar 729 [45, 7], Brutus 989 [13, 1]) εἶ thou art the same Hb 1:12 (Ps 101:28); cp. 13:8. On the variation betw. αὐτοῦ and αὑτοῦ, αὐτῶν and αὑτῶν in the mss., s. ἑαυτοῦ, beg.—WMichaelis, D. unbetonte καὶ αὐτός bei Lukas: StTh 4, ’51, 86–93; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 96–100; MWilcox, The Semitisms of Ac, ’65, 93–100 (Qumran).—Mussies 168–73. DELG. M-M. Sv. -
53 παρέρχομαι
παρέρχομαι mid. dep.; fut. παρελεύσομαι; 2 aor. παρῆλθον, impv. in H. Gk. παρελθάτω Mt 26:39 (also v.l.-ετω; B-D-F §81, 3; Mlt-H. 209); pf. παρελήλυθα (Hom.+).① to go past a reference point, go by, pass by w. acc. someone or someth. (Aelian, VH 2, 35; Lucian, Merc. Cond. 15) an animal Hv 4, 1, 9; 4, 2, 1; a place Papias (3, 3). Of Jesus and his disciples on the lake: ἤθελεν παρελθεῖν αὐτούς Mk 6:48 (s. HWindisch, NThT 9, 1920, 298–308; GEysinga, ibid. 15, 1926, 221–29 al.; Lohmeyer s.v. παράγω 3; BvanIersel, in The Four Gospels, Neirynck Festschr., ed. FvanSegbroeck et al. ’92, II 1065–76). διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης pass by along that road Mt 8:28 (constr. w. διά as PAmh 154, 2; Num 20:17; Josh 24:17). παρὰ τὴν λίμνην GEb 34, 60. Abs. (X., An. 2, 4, 25) Lk 18:37; 1 Cl 14:5 (Ps 36:36). Of someth. impers. get by unnoticed, escape notice (Theognis 419; Sir 42:20) Hs 8, 2, 5ab.② of time: to be no longer available for someth., pass (Soph., Hdt.+; ins, pap, LXX; JosAs 29:8 cod. A; Tat. 26, 1 πῶς γὰρ δύναται παρελθεῖν ὁ μέλλων, εἰ ἔστιν ὁ ἐνεστώς;) ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν the time is already past Mt 14:15. Of a definite period of time (SSol 2:11 ὁ χειμὼν π.; Jos., Ant. 15, 408) διὰ τὸ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι because the fast was already over Ac 27:9. ὁ παρεληλυθὼς χρόνος the time that is past 1 Pt 4:3 (cp. Isocr. 4, 167 χρόνος … ἱκανὸς γὰρ ὁ παρεληλυθώς, ἐν ᾧ τί τῶν δεινῶν οὐ γέγονεν; PMagd 25, 3 παρεληλυθότος τοῦ χρόνου). τὰ παρεληλυθότα (beside τὰ ἐνεστῶτα and τὰ μέλλοντα; cp. Herm. Wr. 424, 10ff Sc.; Demosth. 4, 2; Jos., Ant. 10, 210) things past, the past (Demosth. 18, 191; Sir 42:19; Philo, Spec. Leg. 1, 334, Leg. All. 2, 42) B 1:7; B 5:3.—ἡ γενεὰ αὕτη Mt 24:34 belongs here, if γ. is understood temporally.③ to come to an end and so no longer be there, pass away, disappear (Demosth. 18, 188 κίνδυνον παρελθεῖν; Theocr. 27, 8; Ps 89:6; Wsd 2:4; 5:9; Da 7:14 Theod.; TestJob 33:4 ὁ κόσμος ὅλος παρελεύσεται) of pers. ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται Js 1:10. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ Mt 5:18a; 24:35a; Mk 13:31a; Lk 16:17; 21:33a; cp. 2 Pt 3:10; Rv 21:1 t.r. ὁ κόσμος οὗτος D 10:6 (cp. TestJob 33:4). ἡ γενεὰ αὕτη Mt 24:34 (but s. 2); Mk 13:30; Lk 21:32. αἱ γενεαὶ πᾶσαι 1 Cl 50:3. ἡ ὀργή vs. 4 (Is 26:20). τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν 2 Cor 5:17.— Pass away in the sense lose force, become invalid (Ps 148:6; Esth 10:3b τῶν λόγων τούτων• οὐδὲ παρῆλθεν ἀπʼ αὐτῶν λόγος) οἱ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν (or οὐ [μὴ] παρελεύσονται) Mt 24:35b; Mk 13:31b; Lk 21:33b. ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου Mt 5:18b. οὐδὲν μὴ παρέλθῃ τῶν δεδογματισμένων ὑπʼ αὐτοῦ 1 Cl 27:5.④ to ignore someth. in the interest of other matters, pass by, transgress, neglect, disobey τὶ someth. (Hes., Theog. 613; Lysias 6, 52 τὸν νόμον; Demosth. 37, 37; Dionys. Hal. 1, 58; Dt 17:2; Jer 41:18; Jdth 11:10; 1 Macc 2:22; ApcEsdr 5:17 τὴν διαθήκην μου; Jos., Ant. 14, 67) Lk 11:42; 15:29.⑤ to pass by without touching, pass of suffering or misfortune (Jos., Ant. 5, 31 fire) ἀπό τινος from someone (for the constr. w. ἀπό cp. 2 Ch 9:2) Mt 26:39; Mk 14:35. Abs. Mt 26:42.⑥ to pass through an area, go through (Appian, Bell. Civ. 5, 68 §288 ὁ Ἀντώνιος μόλις παρῆλθεν=Antony made his way through [to the Forum] with difficulty; 1 Macc 5:48 διελεύσομαι εἰς τὴν γῆν σου, τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν ἡμῶν• καὶ οὐδεὶς κακοποιήσει ὑμᾶς, πλὴν τοῖς ποσὶν παρελευσόμεθα) παρελθόντες τὴν Μυσίαν κατέβησαν εἰς Τρῳάδα Ac 16:8 (lack of knowledge of this mng., and recognition of the fact that passing by is impossible in this case, gave rise to the v.l. διελθόντες D); cp. 17:15 D.⑦ to stop at a place as one comes by, come to, come by, come here (Trag., Hdt. et al.; ins, pap, LXX, EpArist 176; Philo; Jos., Bell. 3, 347, Ant. 1, 337) παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς he will come by and serve them Lk 12:37; ‘παρελθὼν ἀνάπεσε’=‘come here, recline’ 17:7; of Lysias who came with a substantial force Ac 24:6[7] v.l.—M-M. TW. -
54 ξυμφωνεω
1) звучать согласноἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν μία ἁρμονία ξυμφωνεῖ Plat. — из всех восьми (звуков) образуется одно стройное созвучие
2) соглашаться, быть единодушным(τινι Plat.)
συμπεφωνημένος παρὰ πᾶσι Diod. — всеми признанный;συμπεφώνηται τέν ἁρπαγέν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ γεγονέναι Diod. — по общему мнению, похищение (Коры) состоялось на этом именно острове3) (редко med.) совпадать, соответствовать, согласоваться, гармонироватьσυμφωνίαν τέν ἀρίστην σ. πρὸς ἄλληλα Arst. — находиться в величайшей взаимной согласованности4) приходить к соглашению(περί τινος Polyb.)
τὸ συμφωνηθέν Diod. — соглашение;συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τέν ἡμέραν NT. — договорившись с работниками по динарию в день5) единодушно провозглашать(μιᾷ φωνῇ σ., ὡς πάντα καλῶς κεῖται Plat.)
6) составлять заговорσ. τινι πρός τινα Arst. — вступать в заговор с кем-л. против кого-л.
-
55 συμφωνεω
1) звучать согласноἐκ πασῶν ὀκτὼ οὐσῶν μία ἁρμονία ξυμφωνεῖ Plat. — из всех восьми (звуков) образуется одно стройное созвучие
2) соглашаться, быть единодушным(τινι Plat.)
συμπεφωνημένος παρὰ πᾶσι Diod. — всеми признанный;συμπεφώνηται τέν ἁρπαγέν ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ γεγονέναι Diod. — по общему мнению, похищение (Коры) состоялось на этом именно острове3) (редко med.) совпадать, соответствовать, согласоваться, гармонироватьσυμφωνίαν τέν ἀρίστην σ. πρὸς ἄλληλα Arst. — находиться в величайшей взаимной согласованности4) приходить к соглашению(περί τινος Polyb.)
τὸ συμφωνηθέν Diod. — соглашение;συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τέν ἡμέραν NT. — договорившись с работниками по динарию в день5) единодушно провозглашать(μιᾷ φωνῇ σ., ὡς πάντα καλῶς κεῖται Plat.)
6) составлять заговорσ. τινι πρός τινα Arst. — вступать в заговор с кем-л. против кого-л.
-
56 ώρες
в ночное время;η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);
οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);ώρες ακροάσεων приёмные часы;είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;
δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;
είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);
πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;
εν ώρες πολέμου — в военное время;
3) часы;δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;
4) уст. время года;εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;
αί ώραι τού έτους времена года;§ ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;
ώρες του καλή! — скатертью дорога!;
καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;
καλή ώρες — а) в добрый час;
б) точно такой, (как);μιά ολόκληρη ώρες — битый час;
ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;
προς ώρεςαν — временно, на время;
από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;
σήμανε η ώρες — пробил час;
μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;
απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;
γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);
στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;
παρ' ώρεςαν — не вовремя;
είναι στην ώρες της — она скоро родит;
δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);
κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки
-
57 ἐν
ἐν (in crasis1κἀν I. 4.25
, I. 6.59 coni., butκαὶ ἐν P. 9.40
: repeated 13 times O. 2.43, O. 6.55, I. 5.30 etc.: follows noun governed 7 times O. 13.44, P. 9.69, Παρθ. 2. 7, etc.: governs only the second of two nouns P. 4.130, O. 7.12:ἐνί P. 6.18
, Θρ. 7. 3, fr. 163: joined withἐπὶ N. 5.2
,παρά N. 9.34
) A prep. c. dat.1 of time.a of point of time, in, at, on δεῖ σάμερονἐλθεῖν ἐν ὥρᾳ O. 6.28
κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους O. 6.32
νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
[ κἀν (Mosch.: ἐν καὶ codd. vulgo: καὶ cod. unus) P. 1.35] ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ) P. 4.132τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2
νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.37
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ Pae. 6.5
ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.61
τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ Pae. 15.1
Ψμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [Μοῖρα] σύμπρωτον λάβεν (Welcker: ἐργάμοισι cod.) Θρ. 3.. ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6.b during, within, in the course ofἐν ἁμέρᾳ O. 1.6
ἐν παντὶ χρόνῳ O. 6.36
ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100
ἐν δὲ μιᾷ μοίρᾳ χρόνου O. 7.94
ἐν μικρῷ χρόνῳ O. 12.12
ἐν ὄρφναῖσι P. 1.23
ἐν δ' αὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἀθρόαις πέντε νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
[ ἐνχρόνῳ (Chaeris: ἄν codd.) P.4. 258]ἐν δὲ χρόνῳ P. 4.291
, P. 8.15ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.92
τέκε ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.18
ἐν περισθενεῖ μαλαχθεὶς παγκρατίου στόλῳ N. 3.16
ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται N. 3.70
ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν N. 4.94
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
ἦ τιν' ἄγλωσσον μὲν ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) N. 8.25 ἐν πολυφθόροις ἁμέραις (Boeckh: πολυφθόροις ἐν codd.) N. 8.31 χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N.8.49. codd.) ἐν πολέμῳ N. 9.36. ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N.9.42. ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίωνμιν ὀμφαὶ κώμασαν N. 10.34
φθιμένου Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78ἐν δὲ χειμῶνι πλέων I. 2.42
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ I. 4.16
ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ I. 4.36
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ (bis) I. 5.48—9. “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 ἐν χρόνῳ δ' ἔγεντ Ἀπόλλων fr. 33b = fr. 147 Schr.ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον Pae. 9.3
]βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ fr. 124d. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1. ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131b. 3. πενταετηρὶς ἑορτὰ ἐν ᾆ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193.c in the space ofπολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ P. 1.82
βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ P. 3.43
τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59d phrases τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν σχερῷ ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ (ἐν om. codd.: supp. Hermann: ἐνσχερώ Dindorf: in a line, uninterruptedly) N. 1.69 ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι ( ἐνσχερὼ Heyne) N. 11.39 ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι ( ἐνσχερὼ Fr. Portus i. e. 100 feet broad without interruption) I. 6.22 ὥστ' ἐν τάχει τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν soon N. 5.35 [ ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musur.: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42]2 of place.a ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ. O. 1.24ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23
ἐν Πίσᾳ O. 6.5
ἐν Ὀλυμπίᾳ O. 6.26
ἐν Ὀλυμπιάδι O. 10.16
ἐν Πίσᾳ O. 10.43
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
ἐν δὲ Πυθῶνι O. 2.39
ἐν Δελφοῖσιν O. 13.43
Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι P. 3.27
ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ P. 6.8
Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς P. 6.18
Πυθῶνος ἐν γυάλοις P. 8.63
ἐν Πυθιάδι P. 8.84
ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ P. 9.71
ἀγῶνί τε Κίρρας, ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν P. 11.13
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν P. 11.15
Καφισίδος ἐν τεμένει P. 12.27
ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν N. 2.9
ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι N. 6.34
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
ἐν Κρίσᾳ I. 2.18
χόρτοις ἐν λέοντος O. 13.44
Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
ἐν Νεμέᾳ N. 2.23
ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ N. 3.18
κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ I. 3.12
ἐν Νεμέᾳ I. 6.3
“θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτἐν Νεμέᾳ” I. 6.48κλεινᾷ τἐν Ἰσθμῷ O. 7.81
ἐν Κορίνθου πύλαις O. 9.86
ἐν Ἰσθμιάδεσσιν O. 13.33
ἐν δἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν O. 13.40
ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς N. 2.21
Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου N. 4.87
ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι N. 6.39
τρὶς μὲν' ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών N. 10.27
Κορίνθου τἐν μυχοῖς N. 10.42
ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ I. 3.11
ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισἀρετά I. 5.17
cf. ( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6
ἐν ἄστει Πειράνας O. 13.61
ἐν Θήβαισι O. 6.16
τά τἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἐν Θήβαις O. 13.107
ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
, P. 8.39 “ ἐν Κάδμου πύλαις” P. 8.47Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19
ἐν Θήβαις N. 10.8
ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει I. 5.30
—3.ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις I. 8.16
ἐ]ν ἑπταπύλοισι —[ (sc. Θήβαις) fr. 169. 47.κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.82
ἐν Ἀθάναις O. 9.88
κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι O. 13.38
, N. 8.11ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 4.ἐν Σικελίᾳ O. 1.12
ἐν Ἄργει O. 7.83
ἐν Μεγάροισιν O. 7.86
ἐν Μαραθῶνι O. 9.89
ἐν Σπάρτᾳ P. 1.77
ἐν Φθίᾳ P. 3.101
“ ἐν δὲ Νάξῳ” P. 4.88Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
ἐν Μεγάροις (ἐν secl. byz.) P. 8.78ἐν Ἄργει P. 9.112
τῶν δἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19
κλυταῖς ἐν Ἀμύκλαις P. 11.32
ἄειδ' ἐν Παλίῳ (Pauw: ἀείδει Παλίῳ codd.) N. 5.22ἐν Τροίᾳ N. 2.14
ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ I. 1.8
ἐν Φυλάκᾳ I. 1.59
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.34
ἐν Ἐπιδαύρῳ I. 8.68
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ[ Δ. 1.. ἐν Ἀρίμοις ποτέ fr. 93. ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ ] ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ fr. 123. 13.Μαιναλίαισιν ἐν δειραῖς O. 9.59
ἐν Παλίου σφυροῖς P. 2.45
“ Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας” P. 4.20Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.80
ἐν μυχοῖσι Πιερίδων P. 6.49
μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος P. 8.79
Πίνδου κλεεναῖς ἐν πτυχαῖς P. 9.15
Αἰγίνᾳ τε γὰρ Νίσου τἐν λόφῳ P. 9.91
τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος P. 9.98
ἐν πεδίῳ Φλέγρας N. 1.67
Νίσου τ' ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.46
ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
ζαθεᾶς Πάρου ἐν γυάλοις fr. 140a. 63 (37). ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7.ἐν δρόμοισι O. 1.21
ἐν δρόμοις O. 1.94
ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε O. 2.43
—4.Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων N. 11.14
ἔν τ' ἀέθλοισι I. 1.18
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
ὠκυδινάτοις ἐν ἁμίλλαισι I. 5.6
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
]ἐν δαιτί τε πα[ Πα. 13a. 21.ἐν οἴκῳ O. 6.48
μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις P. 2.33
ἐν θαλάμῳ P. 3.11
τείχει ἐν ξυλίνῳ P. 3.38
“ ἐν λέχεσιν” P. 4.51 “ πολυχρύσῳ ποτ' ἐν δώματι” P. 4.53 ἄλλοις ἐν τείχεσιν” P.4.268. “ ἐν δώμασι” P. 4.113θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.69
ἐν μεγάρῳ N. 1.31
Φιλύρας ἐν δόμοις N. 3.43
ἐν λέκτροις Ἀκάστου N. 5.30
Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις I. 7.6
ἐν μεγάροις Δ. 2.. ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.58
ἐν Οὐλύμπῳ O. 13.92
ἐν οὐρανῷ O. 14.10
ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ P. 1.15
χρυσέαις ἐν ἕδραις P. 3.94
“ δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71
“ οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” N. 10.88 ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐν πελάγει O. 7.56
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν O. 7.57
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.3
—4. “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47ἐν χέρσῳ N. 1.62
ἐν πελάγει N. 3.23
ἐν δΕὐξείνῳ πελάγει N. 4.49
ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ N. 9.43
ἐν πόντῳ I. 5.5
ἐν πεδίῳ I. 8.54
ἐν πόντῳ I. 9.7
πελάγει δ' ἐν πολυχρύσοιο πλούτου fr. 124. 6. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐν πόντῳ P. Oxy. 2622. 13 ad ?fr. 346.ἐν ναυσὶ κοίλαις O. 6.10
ἐν Μοισᾶν δίφρῳ O. 9.81
ἐν ναυσὶν P. 3.68
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
ἐν ναυσὶν I. 6.30
κελεύθῳ τἐν καθαρᾷ O. 6.23
ἀλλἔν κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τἐν ἀπειρίτῳ (v. κρύπτω) O. 6.55πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35
οὐλίῳ ἐν Ἄρει O. 9.76
ταύτᾳ δἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ O. 10.51
ἐν ἅπαντι κράτει O. 10.82
ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις P. 1.47
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.22
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
ἐν ὄρει P. 3.90
ἐν πολέμῳ P. 3.101
ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ P. 4.8
ἐν ἀγορᾷ P. 4.85
ἐν πρύμνᾳ P. 4.194
ἐν μέσσοις P. 4.224
ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34 δρυὸς ἐν στελέχει ἡμένους i. e. inside N. 10.61καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
πατρωίαις ἐν ἀρούραις Pae. 6.106
λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νει φίλῳ (supp. Zenodot)Πα.. 12. χρηστήριον[ ] ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκεν Pae. 9.41
ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς (add. Boeckh: ἐν om. codd.) fr. 122. 7. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι (coni. Boeckh: ἐν cod.) Θρ.. 3. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες fr. 210.b at, before met.,τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 in, contained in, surrounded bya of clothing, simm.χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων O. 6.8
“ σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” P. 4.114Ὀλυμπιονίκα δὶς ἐν πολεμαδόκοις Ἄρεος ὅπλοις P. 10.13
ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔναρεν N. 10.14
τὸν μὲν ἐν ῥίνῳ λέοντος στάντα I. 6.37
cf. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος, ἐν δ ἀρότρῳ βοῦς ( harnessed to) fr. 234. 2.b contained inμονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος N. 10.6
καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις N. 10.36
c of light and darkness.ἐν ὄρφνᾳ O. 1.71
O. 13.70ἐν σκότῳ O. 1.83
ἐν καθαρῷ O. 10.45
φάει δὲ ἐν καθαρῷ P. 6.14
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν N. 4.38
νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ (Heyne: φασι codd.) fr. 203. 2. met.,ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεται I. 7.27
d met.,εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον P. 2.54
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N.1.10.τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχε θέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
4 of feelings, thoughts.ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος O. 10.63
εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμένων P. 1.89
αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
ὄφρα ἐν φρασὶ πάξαιθ, ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
5 amongaζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις O. 2.25
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78
φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ O. 4.26
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; O. 13.20οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65
ἐν ἀγαθοῖς P. 2.81
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ τρίταισιν δ' ἐν γοναῖς” P. 4.143κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.281
—2.ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295
ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις P. 5.49
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο P. 5.112
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας P. 5.114
“ καὶ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40 βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P.9. 77.εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι P. 9.119
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἐγὼ δ' Ἡρακλέος ἀντέχομαι προφρόνως ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ, ὑπέραλλον αἰχμὰν ταμών N. 3.32
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
—3.ἔστι δαἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ἐν δὲ μέσαις (sc. Μοίσαις)φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων N. 5.23
ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65
ἀρετὰ ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31
γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34
ἄμμι δ' ἔοικε καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν, ἐν γναμπτοῖς δρόμοις ( when we talk of Farnell) I. 1.57Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72εἶπε δεὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων α[ Δ. 2. 2. νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται fr. 105b. 1.νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων Pae. 6.92
b betweenοἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι P. 4.223
ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
c after verbs of mixing. νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται (sc. Πέλοψ: is part of) O. 1.90 ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν (sc. Ἀργοναῦται: zeugma, they knew) P. 4.251 ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν enjoyed I. 2.29 ] ἐνέπισε κεκραμέν' ἐν αἵματι (ἐν del. Heringa: κεκραμένον coni. Zuntz) fr. 111. 1, cf. Δ. 2. 20.aἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
ἐν δίκᾳ ( ἐνδίκας coni. Snell) O. 6.12τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
πόλιν Ψλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
θέλοντι δὲ αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς P. 1.64
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
σὲ δ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν P. 4.59
“ τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων” P. 4.92σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὗ μὴ κρυπτέτω i. e. in the common good P. 9.93θεόθεν ἐραίμαν καλῶν δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ P. 11.51
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον N. 5.14
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (cf. P. 2.43) N. 10.28ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. cf. ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς (in a public position) O. 13.49b in of musical terms. Λύδῳ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν ante τρόπῳ del. Schr. metri causa) O. 14.17—8.ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς P. 2.69
πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν ( ἐμπνοαῖσιν coni. Turyn) N. 3.79 esp. to the accompaniment of, amidstἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς O. 5.19
κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς O. 6.7
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12
τὸν ( Ἀρκεσίλαν)ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον I. 5.27
ἔν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
]ἀοιδαῖς ἐν εὐπλε[κεσσι Pae. 3.12
λτ;ἐν ἀοιδᾷ> supp. Snell e Σ pap. Pae. 14.207 instrumental in, with, by means ofτετραορίας ἐλελίχθονος, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ κρατέων P. 2.5
καπνωθεῖσαν πάτραν ἐπεὶ ἴδον ἐν Ἄρει P. 5.85
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (ἐν om. codd.: supp. Tricl.) P. 11.46ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν N. 11.28
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26
esp. withχείρ. οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών N. 11.17
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 7.8 upon, into following verbs of movement.ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.68
ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
ὠπυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν (om. codd.: supp. Mosch.) P. 3.64 “ ἐν τᾷδ' ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας σπέρμα” (cf. I. 1.4) P. 4.42ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.215
τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ P. 8.12
“ νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι” P. 9.63 ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος ( πρὸς coni. Boeckh) P. 9.114Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42
[ πέσε δ' ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντι (coni. Fennel, Lobel: δοκέοντα codd.) N. 7.31]ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν N. 8.28
ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας I. 2.26
ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς fr. 163. φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ fr. 169. 21, cf. N. 3.629 in respect of [ ἐν ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι (ἐν om. codd., add. V: ἐπ byz.) O. 1.113]ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
, cf. I. 1.57 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἁρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (om. codd.: supp. Er. Schmid) N. 3.58μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.15
10 = σύν, with the aid of ἐν τίν κ' ἐθέλοι, Γίγαντας ὁς ἐδάμασας, εὐτυχῶς ναίειν (σὺν σοί. Σ.) N. 7.9011 in the hands of, in the power ofἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30
12 dub. ex. οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (ἐν add. metr. causa Hermann, edd. vulgo: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius: v. ἐνίμηι) I. 1.25 [ νῦν αὖτ' ἐν Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ (codd.: ἐν del. Hermann) I. 6.5]13 frag. ] εν ὀρθῷ δρόμῳ fr. 1a. 5.] ἐν χρ[ Πα. 13a. 25. ]ἐν κλ[ Πα. 13e. 4. ] ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e.14 in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν (v. ἐμβάλλω) O. 7.44 ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) O. 10.74 B adv. dabeia thereἐν δὲ φίλων παρεόντων θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.5
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
b too, besidesΜοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ N. 7.78
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἇμαρ (contra Radt, “Präposition in tmesi mit τύχεν”) Πα. 2.. σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων, ἐν δὲ κέχλαδεν ἐν δὲ ἐν δ' Δ. 2. 10—5. C ἐν prep. c. acc. v. ἐς B.------------------------------------v. ἐς -
58 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
59 понюшка
-и θ.1. βλ. нюханье.2. λιγάκι., ελάχιστο, μια στάλα, μια πρέζα.εκφρ.ни за -у табаку (пропасть, погибнуть – κ.τ.τ.) εντελώς στα χαμένα, άδικα των αδίκων, για το τίποτε, εντελώς τζάμπα. -
60 κἄν
I for καὶ ἄν.., v.l. in Hes.Op. 357, freq. in [dialect] Att.: not often when καί is simply copul., Pl.Phd. 79a, Grg. 514d; but freq. when καί is intens., ὅ γε κ. μέγα δοίη even a great thing, Hes. l.c.;κακὸν δὲ κ. ἐν ἡμέρᾳ γνοίης μιᾷ S.OT 615
, cf. 591, Aj.45, Ar.Nu. 1130, Th.7.61, etc.; sts. repeated after or before a Verb withἄν, ἐπεὶ κ. σὺ.., εἴ τίς σε διδάξειεν.., βελτίων ἂν γένοιο Pl. Prt. 318b
, cf. R. 515e; freq. in the phrase κ. εἰ, where καί properly belongs to εἰ, even if, and ἄν to the Verb that follows in apodosi, νῦν δέ μοι δοκεῖ, κ. ἀσέβειαν εἰ καταγιγνώσκοι, τὰ προσήκοντα ποιεῖν (for καὶ εἰ καταγιγνώσκοι, ποιεῖν ἄν) D.21.51: hence,2 even when the Verb in apodosi was of a tense that could not be joined with ἄν, κ. εἰ πολλαὶ [ αἱ ἀρεταί]..εἰσιν, ἕν γέ τι εἶδος ταὐτὸν ἅπασαι ἔχουσι Pl.Men. 72c
;κ. εἰ μή τῳ δοκεῖ Id.R. 473a
, 579d, cf. 408b, Phd. 71b, Sph. 247e, Arist.Top. 136a31, al.3 in later Gr. without εἰ, simply as a stronger form of καί, even,εἴσελθε κ. νῦν Men.342
;κ. νεκρῷ Χάρισαι τὰ σὰ Χείλεα Theoc.23.41
, cf. 35 (v.l.) (and so with εἷς, μία, ἕν, κ. μίαν ἡμέραν δόντες αὐτοῖς v.l. in X.HG1.7.19;εἰ κ. ἕν τι φαίνοιτο S.E. P.2.195
, cf. Ph.2.29);ἐὰν ἅψωμαι κ. τῶν ἱματίων Ev.Marc.5.28
; κ. νῦν now at any rate, POxy.2151.7 (iii A.D.); κἂν ὧς even so, nevertheless, ib.123.7 (iii/iv A.D.);οἷς οὐδὲ κ. ὄνος ὑπῆρξε πώποτε Luc.Tim.20
codd., cf. DDeor.5.2, etc.II for καὶ ἄν ([etym.] ἐάν), even if, with the same moods as ἐάν, S.Aj.15, Pl.Prt. 319c, etc.: freq. used ellipt., ἄνδρα Χρὴ δοκεῖν πεσεῖν ἂν κ. (sc. πέσῃ)ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ S.Aj. 1078
, cf. Ar.V.92, Ach. 1021, and so prob. in S.El. 1483: later folld. by ind.,κἂν γὰρ οὕτω φαμέν A.D.Synt.70.22
.2 κἄν.., κἄν.. , whether.., or.., .
См. также в других словарях:
Τῇ δε μίᾳ τῶν σαββάτων. — См. Во едину от суббот … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Εγκυκλοπαίδεια ή Συστηματικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων — (Encyclopédie). Εκλαϊκευτικό έργο της επιστήμης και της φιλοσοφίας που εκδόθηκε στο Παρίσι από το 1751 έως το 1772. Περιλάμβανε 17 τόμους, επιπλέον 11 τόμους με πίνακες, ένα πεντάτομο συμπλήρωμα και ένα δίτομο ευρετήριο. Η Ε., πρώτη πρακτική… … Dictionary of Greek
Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… … Dictionary of Greek
Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… … Dictionary of Greek
Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… … Dictionary of Greek
θεμέλια των μαθηματικών — Κλάδος των μαθηματικών που αναλύει τις βασικές έννοιες των διαφόρων μαθηματικών θεωριών. Αυτό το είδος έρευνας, σήμερα αρκετά προχωρημένο, άρχισε από τα μέσα του 19ου αι. Η κριτική των θεμελίων της αριθμητικής έχει ιδιαίτερη σημασία για τον λόγο… … Dictionary of Greek
διαταραχών, θεωρία των- — Προσεγγιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την επίλυση ενός δύσκολου προβλήματος. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται συχνά για την εύρεση προσεγγιστικής λύσης διαταραγμένων, γενικότερα μη γραμμικών εξισώσεων, όταν η λύση των αντίστοιχων αδιατάρακτων… … Dictionary of Greek
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… … Dictionary of Greek
Ροδόλφος A’ των Αψβούργων — (1218 – 1291). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με τη μεσολάβηση του πάπα Γρηγόριου Γ’ οι Γερμανοί πρίγκιπες τον εξέλεξαν βασιλιά της Φρανκφούρτης (Οκτώβριος 1273). Ο Ρ. εγκατάλειψε τότε την τυχοδιωκτική πολιτική των Χοχενστάουφεν,… … Dictionary of Greek
Σκλάβων, Λίμνη των- — (ή Μεγάλη Λίμνη των Δούλων, αγγλικά Great Slave Lake = Μεγάλη Λίμνη των Σκλάβων). Λιμναία λεκάνη του κεντροδυτικού Καναδά στα Βορειοδυτικά Εδάφη, μια από τις πιο εκτεταμένες (28 438 τ. χλμ.) της Βόρειας Αμερικής. Έχει σχήμα πολύ επίμηκες (480 χλμ … Dictionary of Greek