-
1 ὦρες
ὦρες, s. ὦρ.
-
2 ώρες
ἄρες, Ἄρηςthe god of destruction: masc voc sgἆρες, Ἄρηςthe god of destruction: masc voc sgἄρες, αἴρωattach: aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic)——————ἄρες, Ἄρηςthe god of destruction: masc voc sgἄρες, αἴρωattach: aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) -
3 ώρες
ώρες οιчасы. Этим словом в часослове обозначается богослужение первого, третьего, шестого и девятого часов дня:μεγάλες ώρες — царские часы, читаемые накануне Богоявления, Рождества Христова и в Страстную Пятницу
Этим.< дргр. ώρα < инд. yor-a «время года, год». Слово ώρα — означало первоначально конкретный период времени, повторяемый циклично и постоянно (время года, часы дня) -
4 Ώρες
-
5 Ὦρες
-
6 ώρες
в ночное время;η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);
οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);ώρες ακροάσεων приёмные часы;είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;
δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;
είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);
πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;
εν ώρες πολέμου — в военное время;
3) часы;δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;
4) уст. время года;εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;
αί ώραι τού έτους времена года;§ ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;
ώρες του καλή! — скатертью дорога!;
καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;
καλή ώρες — а) в добрый час;
б) точно такой, (как);μιά ολόκληρη ώρες — битый час;
ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;
προς ώρεςαν — временно, на время;
από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;
σήμανε η ώρες — пробил час;
μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;
απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;
γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);
στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;
παρ' ώρεςαν — не вовремя;
είναι στην ώρες της — она скоро родит;
δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);
κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки
-
7 ὦρες
Βλ. λ. ώρες -
8 ὧρες
Βλ. λ. ώρες -
9 час
часм в разн. знач. ἡ ῶρα:который \час? τί ὠρα εἶναι;· двенадцать \часо́в дня τό μεσημέρι· двенадцать \часо́в ночи τά μεσάνυχτα· \час ночи μιά μετά τά μεσάνυχτα· в пять \часо́в утра στίς πέντε ἡ ὠρα τό πρωί· в два \часа дия στίς δύο τό ἀπόγευμα· четверть \часа τό τέταρτον τής ὠρας· три четверти \часа τρία τέταρτα τής ὠρας· целых два \часа разг δυό ὁλόκληρες ὠρες· каждые два \часа κάθε δύο ὠρες· за \час до... μιά ὠρα πρίν...· \час обеда ἡ ὠρα τοῦ φαγητοὔ· \часы отдыха ἡ ὠρα τής ἀνάπαυσης· свободные \часы οἱ ἐλεύθερες ὠρες· \часы работы (занятий) οἱ ὠρες τής ἐργασίας (τών μαθημάτων)· приемные \часώ ἡ ὠρα ἐπίσκεψης· неурочный \час ἡ ἀκατάλληλη ὠρα· опоздать на \час ἀργώ μιά ὠρα· ехать со скоростью сто км в \час τρέχω μέ ταχύτητα ἐκατό χιλιόμετρα τήν ὠρα· ждать \часа́ми περιμένω ὠρες ὁλόκληρες· ◊ битый \час μιαν ὁλόκληρη ὠρα· академический \час ἡ ἀκαδημαϊκή ὠρα· комендантский \час ἡ ἀπαγόρευση τής κυκλοφορίας τή νύχτα· \часы пик οἱ ὠρες τοῦ συνωστισμού· стоять на \часа́х воен. εἶμαι φρουρά, φυλάω σκοπός· с \часу на \час а) (в ближайшее время) ὅπου νάναι, ἀπό στιγμή σέ στιγμή, б) (с каждым часом) ἀπό ὠρα σέ ὠρα, ὁλοένα καί· в добрый \часΙ ὠρα καλή!, στό καλό!· не ровен \час... δέν ξέρεις τί γίνεται.., \час пробил σήμανε ἡ ὠρα· не по дням, а по \часа́м ὄχι μέ τίς ἡμέρες ἀλλα μέ τίς ὠρες· через \час по чайной ложке μέ τό σταγονόμετρο. -
10 час
-а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.η ώρα•четверть -а το τέταρτο της ώρας•
час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•
ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•
который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•
встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•
после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•
ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•
учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•
поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•
получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•
час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•
-ы отдыха ώρες ανάπαυσης•
обеденный час ώρα φαγητού.
|| χρόνος•час мщения ώρα εκδίκησης•
настал час ήρθε η ώρα.
|| η σκοπιά, η φρουρά•стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•
поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.
|| (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.εκφρ.в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•час в час – ακριβώς στην ώρα•час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•сей же – βλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•тот же час – βλ. тотчас. -
11 ώρα
η1) час;τό τέταρτο της ώρας — четверть часа;
η μισή ώρα — полчаса;
μία ώρα πρίν... — за час до...;
κάθε δυό ώρες каждые два часа;αργώ μιά ώρα — опаздывать на час;
περιμένω ολόκληρες ώρες ждать часами;η ώρα είναι έξι — сейчас шесть часов;
τί ώρα είναι; — который час?;
κατά τη μιά η ώρα — к часу;
πληρωμή με την ώρα — почасовая оплата;
2) час, время;η ώρα της δουλείας — рабочее время;
ελεύθερες ώρες свободные часы, свободное время;ακατάλληλη ώρα — неурочный час;
οποιαδήποτε ώρα — или πάσαν ώραν — в любое время;
τίς νυχτερινές -
12 досуг
-а α.1. σχόλη, απραξία• ευκαιρία, ανάπαυση•у него мало -а αυτός λίγο αναπαύεται•
он свой досуг проводит дома αυτός τις ώρες της σχόλης τις περνά στο σπίτι του•
я свой досуг посвящаю чтению τις ώρες της ανάπαυσης τις περνώ με το διάβασμα.
2. ελεύθερος, διαθέσιμος χρόνος•сделайте это на -е φτιάξτε το όταν ευκαιρέσετε.
3. ανακούφιση, αναψυχή.εκφρ.на -е – στη σχόλη, τις ώρες ανάπαυσης. -
13 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
14 езда
езда ж (действие) η δια δρομή, το ταξίδι (με μεταφορι κό μέσο) \езда на велосипеде η ποδηλασία верховая \езда η ιππασία в двух часах \ездаы от... δύο ώρες δρόμο από...* * *ж( действие) η διαδρομή, το ταξίδι (με μεταφορικό μέσο)езда́ на велосипе́де — η ποδηλασία
верхова́я езда́ — η ιππασία
в двух часа́х езды́ от... — δύο ώρες δρόμο από...
-
15 менее
менее λιγότερο, λιγότερα; не \менее двух часов τουλάχιστο δύο ώρες* всё \менее и \менее όλο και πιο λίγο ◇ тем не \менее και όμως, παρ' όλα αυτά* * *λιγότερο, λιγότεραне ме́нее двух часо́в — τουλάχιστο δύο ώρες·
всё ме́нее и ме́нее — όλο και πιο λίγο
••тем не ме́нее — και όμως, παρόλα αυτά
-
16 около
около 1) (возле) κοντά, πλάι, δίπλα· \около меня κοντά μου· \около кинотеатра κοντά στο κινηματογράφο· \около Москвы κοντά στη Μόσχα 2) (приблизительно) περίπου, σχεδόν \около десятка περίπου δέκα· \около трёх часов περίπου τρεις ώρες* * *1) ( возле) κοντά, πλάι, δίπλαо́коло меня́ — κοντά μου
о́коло кинотеа́тра — κοντά στο κινηματογράφο
о́коло Москвы́ — κοντά στη Μόσχα
2) ( приблизительно) περίπου, σχεδόνо́коло деся́тка — περίπου δέκα
о́коло трёх часо́в — περίπου τρεις ώρες
-
17 пик
пик м 1) (горы ) η κορυφή 2) перен.: часы \пик οι ώρες της αιχμής* * *м1) ( горы) η κορυφή2) перен.часы́ пик — οι ώρες της αιχμής
-
18 приёмный
приёмный 1) (об отце и т.п.) θετός· \приёмный сын о θετός γιος, о παραγιός 2): \приёмныйые часы οι ώρες υποδοχής З): \приёмныйые экзамены οι εισιτήριες εξετάσεις* * *1) (об отце и т. п.) θετόςприёмный сын — ο θετός γιος, ο παραγιός
2)приёмные часы́ — οι ώρες υποδοχής
3)приёмные экза́мены — οι εισιτήριες εξετάσεις
-
19 пробыть
пробыть διαμένω· я пробыл там несколько часов ήμουνα εκεί μερικές ώρες* * *я про́был там не́сколько часо́в — ήμουνα εκεί μερικές ώρες
-
20 пройти
пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω* * *1) περνώ, διαβαίνωпройти́ ми́мо — προσπερνώ
пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!
прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες
конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία
2) ( прекратиться) περνώ, παύω
См. также в других словарях:
Ώρες — Αρχαίες ελληνικές θεότητες που προσωποποιούσαν την τάξη στη φύση και προκαλούσαν την αλλαγή των εποχών σε τακτικό διάστημα. Τα ονόματά τους ήταν Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη. Η λατρεία των Ω. ήταν διαδεδομένη σε πολλά μέρη της Ελλάδας … Dictionary of Greek
Ὦρες — Ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἆρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὧρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek