-
61 be of the opinion (that)
(to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης -
62 be of the opinion (that)
(to think: He is of the opinion that nothing more can be done.) είμαι της γνώμης -
63 бессловесный
επ. βρ: -сен, -сна, -сно1. άλαλος, άφωνος, βωβός, άναυδος.2. αμίλητος, σιωπηλός (που δεν έχει, το θάρρος της γνώμης του). -
64 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή). -
65 κατάφωρος
κατάφωρ-ος, ον,A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.).II evident, manifest, D.H.Rh.9.5;κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφωρος
-
66 μετανάστασις
A migration, in pl., Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph.,μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετανάστασις
-
67 μετατίθημι
I place among, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε (v.l. μεθέηκεν ) then he would not have caused so much noise among us, Od.18.402.1 in local sense, transpose, change the place of,τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν Pl.Smp. 191b
;εἰς βελτίω τόπον Id.Lg. 903d
;μ. τὰς θύρας PSI5.546.5
(iii B. C.); μετέθηκεν αὐτὸν (sc. τὸν Ἑνώχ) :—[voice] Pass., Arist.Int. 20b10; to be transferred, OGI338.20 (Pergam., ii B. C.), Act.Ap.7.16, etc.3 change, alter, of a treaty, μεταθεῖναι ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18;τὸ νυνδὴ ῥηθέν Pl.Plt. 297e
, cf. X.Mem.3.14.6;μ. τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν AP11.367
(Jul.); ἐπὶ ὑὸς τὰς ἐπωνυμίας μ. change their names and call them after swine, Hdt.5.68; substitute,προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μ. D.18.225
, cf. Pl.Lg. 683b ([voice] Pass.); correct,τοὺς ἠγνοηκότας Plb.1.67.5
; but, pervert,μετ έθηκεν αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ LXX 3 Ki.20(21).25
.4 [voice] Med., change what is one's own or for oneself,μ. τὰ εἰρημένα X.Mem.4.2.18
; νόμους ib.4.4.14;τὴν δόξαν D.18.229
;τὸν τρόπον Id.19.341
; ; ὀνόματα change the use of words, Epicur.Nat.95 G. (also in [voice] Act., Nat.28.5); [ τὸ νόμισμα] Arist. Pol. 1257b11: abs., change one's opinion, retract, Pl.R. 345b, etc.; μεταθέσθω let him change his mind, Men.Pk.48; also in political sense, change sides,μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν Plb.24.9.6
; Dionysius of Heraclea, who went over from the Stoics to the Cyrenaics, was called μεταθέμενος, turn-coat, D.L.7.37, 166;μ. ἀπὸ τῶν πατρίων LXX 2 Ma.7.24
;ἐξ ἀδικίας Corn.ND11
.b τὴν γνώμην μετατίθεσθαι change to or adopt a new opinion, Hdt.7.18 (but τῆς γνώμης μ. change from.., App.BC3.29); μετέθου λύσσαν ἄρτι σωφρονῶν thou hast changed to madness, E.Or. 254; μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν ἀπὸ τῶν αἰγῶν adopted their present name, Paus.7.26.3.c μ. [τὸν φόβον] transfer one's fear, D.18.177; τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα transferring.., ib.284.d c. inf., μ. ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως.. ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως.. ἔχοντα βίον ἑλέσθαι change one's mind and determine to choose.., Pl.Grg. 493c.e c. dupl. acc., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μ. turning their misdeeds into his gain, S.Ph. 515 (lyr.).5 [voice] Pass., to be changed, alter,μετετέθην εὐβουλίᾳ E.IA 388
(troch.); μ. ἐς Ῥωμαίους pass over, App.Hisp.17; μ. ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς are turned away from.., Ep.Gal.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετατίθημι
-
68 πολύτροπος
A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13, 439;τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt. 291b
; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi. 364e ([comp] Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; alsoπόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33
;στρατεία Eun.Hist. p.223D.
III various, manifold,ξυμφοραί Th.2.44
; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr. 471, Nat.28.1 (p.7V.);κακά Ph.2.567
;ἔθνη Plu.Marc.12
;τύχαι Id.Alc.2
;ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3
;τὸ π. Phld.Sign.26
. Adv.- πως
in many manners, Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: [comp] Comp.,- ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5
G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτροπος
-
69 σωφρονίζω
A recall a person to his senses, chasten, E.Fr. 209, Pl.Grg. 478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ ς. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—[voice] Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc.2 of passions, things, etc.,σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3
; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ ς. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς ς. to pant less violently, E.HF 869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν ς. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονίζω
-
70 σωφρονιστής
A one that chastens or chastises, Th.6.87, Pl.R. 471a, D.19.285, etc.; ὁ δῆμος.. ἐκείνων ς. Th.8.48;τῆς γνώμης Id.3.65
;ὁ σ. λόγος Lyc.Fr.3
;νόμους σ. ἐπί τισι τιθέναι D.H.2.24
.II at Athens, superintendents of the youth in the gymnasia, 10 in number, IG22.1156, al., Arist.Ath. 42.2, Pl.Ax. 367a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωφρονιστής
-
71 ἀμετάκλαστος
ἀμετά-κλαστος, ον,A not to be broken, inflexible,τὸ ἀ. τῆς γνώμης X.Ep.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάκλαστος
-
72 ἀντιπαράταξις
A hostile demonstration,ἀντιπαρατάξεις κατὰ τὴν ἀγοράν Id.6.22
;ἀ. τῆς γνώμης
stubborn determination to resist,J.
AJ18.8.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπαράταξις
-
73 ἐξοίχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοίχομαι
-
74 ἑτοῖμος
ἑτοῖμος, ον, also fem.Aἑτοίμη Il.9.425
, Hp.Art.66, -μᾱ S.El. 1079 (lyr.), etc.:—in v B. C. and later ἕτοιμος, η, ον, or ος, ον, cf. Hdn.Gr. 2.938:—at hand, ready, prepared,ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα Od.14.453
, etc.;τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος Pi.O.6.12
; [τὰ κρέα] εἶχε ἕτοιμα Hdt.1.119
, cf. 3.123;ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα Theoc. 13.63
, cf. E. Cyc. 357 (lyr.); ἕ. χρήματα money in hand, Hdt.5.31;ἐξ ἑ.
in ready money,POxy.
2106.23 (iv A.D.);ἕ. ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον Pl.Ti. 72c
; ἕ. ποιήσασθαι to make ready, Hdt.1.11;ὡς ἑτοῖμα ἦν Th.2.3
; ἐπειδὴ αὐτῷ ἑ. ἦν ib.98; ἐξ ἑτοίμου at once and without hesitation, immediately, offhand,ἐξ ἑ. λαμβάνειν Isoc.5.96
;ἐξ ἑ. ὑπακούειν X.Oec.14.3
;ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν Id.Cyr.5.3.57
;ἐξ ἑ. φίλον εἶναι Id.Mem.2.6.16
; γίνεται ταῦτα ἐξ -οτάτου are most likely to attack, Hp.Prog.24;ἐν ἑτοίμῳ ἐστί Epicur. Ep.3p.62U.
, cf. Theoc.22.61;ἐν ἑ. ἔχειν Plb.2.34.2
, 2 Ep.Cor.10.6, etc.; ἑτοιμότερα γέλωτος λίβη tears that came more readily than.., A.Ch. 448; τὰ ἑ. that which is ready to hand,ἐπὶ τὰ ἑ. μᾶλλον τρέπονται Th.1.20
; τὰ ἑ. βλάψαι ib. 70;τοῖς ἑ. περὶ τῶν ἀφανῶν.. κινδυνεύειν Id.6.9
.2 of the future, sure to come, certain,αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑ. Il.18.96
;χώλωσις ἑτοίμη τοῖσι περιγινομένοισι Hp.Art.66
; also, easy to be done, feasible, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἥδε γ' ἑτοίμη (sc. μῆτις) Il.9.425; ἕ. [ἐστι] τὸ διαφθαρῆναι imminent, Plu.2.706c: c. inf.,ἕ. μᾶλλόν [ἐστι] ἀπεχθάνεσθαι Pl.R. 567a
, cf. E.HF86; οὐ γάρ τι ἕ. μεταπεῖσαι it is not easy.., Paus. 2.23.6.3 of the past, carried into effect, realized,ταῦτα ἑ. τετεύχαται Il.14.53
; ἠδ' ἄρ' ἑτοῖμα τέτυκτο and this promise has been made good, Od.8.384.II of persons, ready, active, zealous,ἕ. ἦν ἐμοὶ σειραφόρος A.Ag. 842
; τινι in or for a thing, Pi.O.4.16; ἐς τι for a thing, Hdt.8.96;πρός τι X. Mem.4.5.12
: c. dat. pers., ready to assist or go with him, etc., Pi.N.4.74, Hdt.1.70: c.inf., ready to do, ib.42, 113, al.;ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕ. A.Ag. 791
;χωρεῖν ἑ. S.Aj. 813
, cf.Ant. 264, Antipho 6.23, Ar.V. 341 (lyr.); ὑπακούειν ἑτοιμότεροι too ready.., Th.4.61;θηρία ἕ. διαμάχεσθαι Pl.Smp. 207b
: c. Art.,τὸ μὴ βλέπειν ἑτοίμα S.El. 1079
(lyr.); ἦν ἕτοιμος, abs., he was ready, Hdt.1.10;ἑ. ἔχειν τινάς Id.3.45
;ἑ. ποιέεσθαί τινας Id.5.86
.2 of the mind, ready, bold, (lyr.);ἡ γνώμη Th.4.123
; τὸ ἕ. readiness, resolution, E.Or. 1106;τὸ ἕ. τῆς γνώμης Philostr.Her.8.1
;τὰ θερμά τε καὶ ἕ. τῶν θηρίων Id.VA 7.14
.III Adv. - μως readily, willingly, Th.1.80; ἑ. ἔχω τελευτᾶν I am ready to die, Demad.4, cf. D.18.161, PAmh.2.32.6 (ii B.C.), Act.Ap.21.13;ἑ. ἥκειν X.An.2.5.2
;διδόναι IG22.956.24
; ἑ. παρορᾷς evidently, Pl.Hp.Ma. 300c: [comp] Comp.ἑτοιμότερον Is.4.14
, - οτέρως Alex. Trall.12: [comp] Sup. - ότατα Pl.Plt. 290a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτοῖμος
-
75 ἔκπληξις
A consternation, Aër.16, cf.Pl.Phlb. 47a, etc.; ἔ. κακῶν terror caused by misfortunes, A.Pers. 606;ἔ. παρέχειν Antipho5.6
, Th.4.55 ; ἐς ἔ. καθιστάναι, ἀγαγεῖν, Id.6.36, Philostr.Jun.Im.4;ἔ. ἐνέπεσεν ἀνθρώποις Th.4.34
.II mental disturbance, passion, Plb.3.81.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκπληξις
-
76 ὀργίζω
Aὤργισα Ar.
and Pl. (v. infr.): ( ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V. 223, 404, Pl.Phdr. 267c ; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh. 1415a35.II more freq. in [voice] Pass., Pl.Phdr. 267d, etc.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense)ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30
, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc. ; butὀργισθήσομαι Lys.21.20
, D.59.111 : [tense] aor.ὠργίσθην Lys.22.2
, Pl.Prt. 346b, etc.: [tense] pf. , Ar.V. 431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT 364, etc.: c. part., τίς γὰρ.. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ'.. κλύων; ib. 339, etc. ; τινι with a person or thing, E.Hel. 1646, Th.4.128, Pl.Ap. 23c, al. ;ὑπέρ τινος Th.1.143
, Isoc.9.60 ;ἐπί τινι And.1.30
, Lys.28.2, etc. ;ἐπί τινος D.21.183
;διά τι X.An.1.2.26
: abs., in part., in a passion, 5.72 ; τὸ -όμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Th.2.59. Cf.ὀργαίνω. -
77 ὕποπτος
A viewed with suspicion or jealousy, of persons, A.Ag. 1637; opp. πιστός (trusted), Th.3.82; c. dat., an object of suspicion to one, , cf. Th.4.103, 104, etc.; ὕ. τινός suspected in relation to a thing, Plu Pomp.56;ἐπί τινι Luc.Cal.29
: c. inf., ὑ. αὐτοῖς μὴ προθύμως πέμψαι suspected by them of not having sent.., Th.6.75.2 of things,τάδ' ἦν ὕποπτα E.IT 1334
;τούτων ὑπόπτων ὄντων Antipho 2.2.4
, cf. Epicur.Sent.13, Sammelb.5761.22 (i A. D.);ὕ. ἂν γένοιτο X.Cyr.2.4.16
; ὕ. καθειστήκει c. inf., it was matter for suspicion to.., Th.4.78:τὰ ὕ.
suspected defects,Plu.
Galb.24.b expected, foreseen, of ague fits, ὕ. ἡμέρα, προσβολή, Ruf.Fr.68, Dsc.5.113.3 Adv., - τως διακεῖσθαι or ἔχειν to lie under suspicion, τινι Th.8.68, X.HG2.3.40.II [voice] Act., suspecting, fearing, c. gen., ;πρὸς φαρμακίην ὕ. Aret. SD1.5
, etc.: τὸ ὕ. suspicion, jealousy,τὸ ὕ. τῆς γνώμης Th.1.90
, cf. Plu.Cleom.36, Hdn.4.1.1; τῷ ὑ. μου from suspicion of me, Th.6.89;εἰς ὕποπτα μὴ μόλῃς ἐμοί E.El. 345
. Adv., with suspicion,- τως ἀποδέχεσθαι πάντα Th.6.53
, cf. 8.66;ὑ. ἔχειν πρός τινα Isoc.8.112
, D.19.132;περὶ τὰ προσφερόμενα Arist.Pr. 926b22
.2 of a horse, = ὑπόπτης 2, Poll.1.197.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕποπτος
-
78 διαλλάσσω
δι-αλλάσσω, (1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι ἀντί τινος, an j-n etwas wofür; ἀετο ῠ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben; ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν, einen andern Toten den Unterirdischen geben; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen; unter sich, mit einander vertauschen. Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern; ἐσϑῆτα, vestem mutare. (2) Übertr. auf die Gesinnung, versöhnen; τινά τινι, einen mit j-m; sich versöhnen. (3) intrans., in etwas von einem andern verschieden sein; auch τινί τινος, durch etwas von etwas; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas; auch geradezu τινά, einen übertreffen. Pass., verschieden sein -
79 εὐκῑνητος
εὐ-κῑνητος, sich leicht bewegend, behend. Auch auf den Geist übertr.: gewandt, leicht begreifend, Ggstz βραδύς; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit; λόγος, leicht zu widerlegen -
80 παραφέρω
παρα-φέρω, (1) daneben, hinzubringen; ξύνϑημά τινι, überbringen; bes. Speisen auftragen, vorsetzen; pass. aufgetischt werden; vortragen; λόγους, Reden vorbringen, vortragen; als Grund beibringen, anführen; (2) vorübertragen; pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen; τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden; von etwas ab- und wo anders hinwenden; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen; falsch vorbringen; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren; τὸ βλέμμα παρενήνεκται = ἐπὶ τῶν μὴ καϑεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχϑείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt; (3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, verabsäumen; intrans. vorübergehen. Daher auch = sich unterscheiden; παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen; (4) übertreffen
См. также в других словарях:
Γκάλοπ, Τζορτζ Χόρας — (George Horace Gallup, ΗΠΑ 1901 – Γενεύη 1984). Αμερικανός στατιστικολόγος. Από το 1923 διετέλεσε καθηγητής της δημοσιογραφίας και παράλληλα πραγματοποίησε έρευνες, κυρίως μεταξύ των αναγνωστών των εφημερίδων. Το 1935 τελειοποίησε το Gallup Poll… … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
οικονομική πολιτική — Το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες το κράτος ρυθμίζει τις πρωτοβουλίες των ατόμων και των ιδιωτικών επιχειρήσεων και τροποποιεί τις γενικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται αυτές, ώστε να πετύχει ορισμένους σκοπούς. Για να το κατορθώσει … Dictionary of Greek
ταυτότητα — Στη φιλοσοφία, όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ, για τον χαρακτηρισμό μιας από τις θεμελιώδεις αρχές της λογικής· της αρχής της ταυτότητας. Η αρχή αυτή, με την απλή διατύπωση που της έδωσε ο Αριστοτέλης, αντιτιθέμενος κυρίως στη φιλοσοφία του… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης … Dictionary of Greek
πρόδικος — (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek