Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπόψομαι

См. также в других словарях:

  • ὑπόψομαι — ὑφοράω look at from below aor subj mid 1st sg (epic) ὑφοράω look at from below fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόψιος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο βλέπει κανείς με υποψία 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα μάτια κάποιου, δηλαδή είναι ορατός, φανερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υποψ τού ρ. ὑφορῶ (πρβλ. μέλλ. ὑπόψομαι) + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»