-
1 καταφορος
2стремительный, бурный, волнующийся -
2 κατάφορος
κατάφοροςrushing down: masc /fem nom sg -
3 κατάφορος
[катафорос] επ. стремительный, неудержимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάφορος
-
4 κατάφορος
[катафорос] επ стремительный, неудержимый. -
5 κατάφορος
κατάφορ-ος, ον,III of a burial-ground, accessible, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.21 (fort. κατάφωρα; καταφωορα lapis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφορος
-
6 κατάφορος
κατά-φορος, im Ggstz von γαληνίζον, unruhig. Auch vom Schlaf (s. καταφορά), tief u. betäubend -
7 καταφορώτατον
κατάφοροςrushing down: masc acc superl sgκατάφοροςrushing down: neut nom /voc /acc superl sg -
8 κατάφορον
κατάφοροςrushing down: masc /fem acc sgκατάφοροςrushing down: neut nom /voc /acc sg -
9 καταφορώτεραι
κατάφοροςrushing down: fem nom /voc comp pl -
10 καταφόρου
κατάφοροςrushing down: masc /fem /neut gen sg -
11 καταφόρους
κατάφοροςrushing down: masc /fem acc pl -
12 κατάφορα
κατάφοροςrushing down: neut nom /voc /acc pl -
13 κατάφοροι
κατάφοροςrushing down: masc /fem nom /voc pl -
14 ευκαταφορος
-
15 βραδυκατάφορος
βρᾰδῠ-κατάφορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδυκατάφορος
-
16 κατάφωρος
κατάφωρ-ος, ον,A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.).II evident, manifest, D.H.Rh.9.5;κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάφωρος
-
17 ταχυκατάφορος
τᾰχῠ-κατάφορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυκατάφορος
См. также в других словарях:
κατάφορος — κατάφορος, ον (Α) [καταφέρω] 1. ορμητικός 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης 3. αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα κάτω 4. αυτός που έχει κλίση, ροπή προς κάτι 5. βαθύς, ληθαργικός 6. επιγρ. (για έδαφος που χρησιμοποιείται για ταφή) ο προσιτός, αυτός… … Dictionary of Greek
κατάφορος — rushing down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορώτατον — κατάφορος rushing down masc acc superl sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορον — κατάφορος rushing down masc/fem acc sg κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορώτεραι — κατάφορος rushing down fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφόρου — κατάφορος rushing down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφόρους — κατάφορος rushing down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφοροι — κατάφορος rushing down masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… … Dictionary of Greek
καταφορώδης — καταφορώδης, ες (Α) [κατάφορος] κατάφορος*, ληθαργικός, βαθύς («καταφορώδης ὕπνος», Γαλην.) … Dictionary of Greek