-
1 ταλακάρδιος
ταλακάρδιοςstout-hearted: masc /fem nom sg -
2 ταλακάρδιος
A stout-hearted, of Heracles, Hes.Sc. 424; of Oedipus, much-enduring, miserable, S.OC 540 (lyr.), cf. Epigr. ap. Aeschin.3.184: prob. in Lyr.Adesp.Oxy.860(a)3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλακάρδιος
-
3 ταλακάρδιον
ταλακάρδιοςstout-hearted: masc /fem acc sgταλακάρδιοςstout-hearted: neut nom /voc /acc sg -
4 ταλακάρδιε
ταλακάρδιοςstout-hearted: masc /fem voc sg -
5 ταλακάρδιοι
ταλακάρδιοςstout-hearted: masc /fem nom /voc pl -
6 τλησικάρδιος
τλησῐ-κάρδιος, ον,II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag. 430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τλησικάρδιος
См. также в других словарях:
ταλακάρδιος — stout hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] … Dictionary of Greek
ταλακάρδιον — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem acc sg ταλακάρδιος stout hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλακάρδιε — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλακάρδιοι — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ταλαός — ή, όν, Α τλήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί τού ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα (βλ. λ. τάλας) κατ επίδραση τού ταναός*] … Dictionary of Greek