Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τᾰλᾰκάρδιος

См. также в других словарях:

  • ταλακάρδιος — stout hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιος — ον, Α 1. μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος 2. ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι κάρδιος (για τον σχηματισμό τού τ. βλ. και λ. ταλάφρων)] …   Dictionary of Greek

  • ταλακάρδιον — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem acc sg ταλακάρδιος stout hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιε — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλακάρδιοι — ταλακάρδιος stout hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ταλαός — ή, όν, Α τλήμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μτγν. πιθ. τ., ο οποίος χρησιμοποιείται αντί τού ταλακάρδιος και έχει σχηματιστεί από το θ. ταλα (βλ. λ. τάλας) κατ επίδραση τού ταναός*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»