Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τλησῐ-κάρδιος

См. также в других словарях:

  • τλησικάρδιος — τλησῑκάρδιος , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερψικάρδιος — α, ο, Ν τερψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά] …   Dictionary of Greek

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»