-
1 τλησικάρδιος
τλησῑκάρδιος, τλησικάρδιοςhard-hearted: masc /fem nom sg -
2 τλησικάρδιος
τλησῐ-κάρδιος, ον,II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag. 430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τλησικάρδιος
См. также в других словарях:
τλησικάρδιος — τλησῑκάρδιος , τλησικάρδιος hard hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερψικάρδιος — α, ο, Ν τερψίθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. τλησι κάρδιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικηφ. Γλυκά] … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek