-
21 ισοτονος
-
22 ιστοτονος
-
23 μακροτονος
-
24 ξυντονος
21) натянутый, напряженный, тугой(χορδή Arst.)
2) стремительный, бурный(ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.)
3) ускоренный, форсированный(πορεία Polyb.)
4) сильный, мощный(χείρ Eur.; πῦρ Arst.)
5) серьезный, строгий, решительный(ἀνδρεῖος καὴ σ. Plat.; ἀκριβές καὴ σ. Plut.)
6) созвучный, стройный(τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.)
7) согласованный, совпадающий8) резкий (sc. φωνή Arst.) -
25 οκτατονος
2(ᾰ) восьмикратно протянутый -
26 ομοτονος
2звучащий ровно, т.е. среднего напряженияβαρὺ καὴ ὀξὺ καὴ ὁμότονον Plat. — (звучание) низкое, высокое и среднее
-
27 οξυτονος
21) пронзительный, громкий(γόοι, ὠδαί Soph.)
2) издающий пронзительный свист, воющий(πνεῦμα Soph.)
3) грам. имеющий ударение на последнем слоге -
28 οπισθοτονος
-
29 ορμιατονος
-
30 παλιντονος
-
31 παρατονος
-
32 προτονος
-
33 συνερειστικος
31) спирающий, сжимающий, сдавливающий(τόνος Plut.)
2) крепко упирающийся, устойчивый(ὡς ὅ κύβος Plut.)
-
34 συντονος
21) натянутый, напряженный, тугой(χορδή Arst.)
2) стремительный, бурный(ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.)
3) ускоренный, форсированный(πορεία Polyb.)
4) сильный, мощный(χείρ Eur.; πῦρ Arst.)
5) серьезный, строгий, решительный(ἀνδρεῖος καὴ σ. Plat.; ἀκριβές καὴ σ. Plut.)
6) созвучный, стройный(τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.)
7) согласованный, совпадающий8) резкий (sc. φωνή Arst.) -
35 τριμετρος
-
36 υπερτονος
-
37 υποδωριος
-
38 υπολυδιος
-
39 υποφρυγιος
-
40 φθεγκτος
См. также в других словарях:
Τόνος — (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek
τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)