-
1 βέλη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βέλη
-
2 βέλος
τό1) прям., перен. стрела;βέλη τού έρωτος — стрелы амура;
2) стрелка;3) шпиль, остриё (башни и т. п.); 4) πλ. перен. уколы, стрелы; жало;τα βέλη τού φθόνου (της συκοφαντίας) — жало зависти (клеветы);
§ εξ οικείων ( — или εξ ιδίων) τα βέλη — удар, полученный от своих;
βέλος βλήματος — арт. высота траектории полёта снаряда
-
3 βελος
- εος τό1) метательный снаряд (копье, дротик, стрела, каменная глыба и т.п.)ἐκ (ὑπὲκ) βελέων Hom., ἔξω βελῶν Xen., ἐκτος βέλους Luc. — вне досягаемости метательных снарядов;
ἐντὸς βέλους Diod. — в пределах досягаемости снарядов;μαλθακὸν ὀμμάτων β. Aesch. — нежный взгляд;β. Εἰλειθυίη Hom., Theocr. — родовые муки;δύσομβρα βέλη Soph. — грозовые ливни;θυμοῦ βέλη Soph. — угрызения совести;β. φίλοικτον Aesch. — жалобный взгляд;ἱμέρου βέλει τεθάλφθαι Aesch. — возгореться страстью2) молния(Διὸς βέλεα Pind.; πυρπνόον Aesch.)
3) меч Soph., Eur., Arph.4) жало(σκορπίου Aesch.)
-
4 αθεος
21) отвергающий (общепризнанных) богов Plat.2) безбожный, нечестивый(ἀνήρ, φρονήματα Aesch.; βέλη Pind.; ἐρωτήματα Plut.)
3) отвергнутый богами(ἄ. ἄφιλος Soph.)
-
5 αιματοφυρτος
-
6 ακτινηδον
-
7 αμαχητος
21) неодолимый, непобедимый(θεῶν βέλη Soph.)
2) не принимавший (еще) участия в бою(σύμμαχοι Xen.)
-
8 αντιπρωρος
21) обращенный носовой частью вперед или к противнику(ναῦς Thuc., Polyb., Plut.; τριήρεις Xen.)
γενεσθαι ἀντίπρῳρόν τινι Her. — выстроиться фронтом к кому-л.;ταῖς ναυσὴν ἀντιπρῴροις χρῆσθαι Thuc. — атаковать флот с фронта2) обращенный лицом впередἀντίπρῳρα σείοντες βέλη Eur. — потрясая копьями, обращенными к противнику3) находящийся впередиτάδ΄ ἀντίπρῳρά σοι βλέπειν πάρεστι Soph. — ты можешь видеть это воочию;
κατ΄ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων Eur. — впереди корабельных стоянок -
9 αντιπρωρρος
21) обращенный носовой частью вперед или к противнику(ναῦς Thuc., Polyb., Plut.; τριήρεις Xen.)
γενεσθαι ἀντίπρῳρόν τινι Her. — выстроиться фронтом к кому-л.;ταῖς ναυσὴν ἀντιπρῴροις χρῆσθαι Thuc. — атаковать флот с фронта2) обращенный лицом впередἀντίπρῳρα σείοντες βέλη Eur. — потрясая копьями, обращенными к противнику3) находящийся впередиτάδ΄ ἀντίπρῳρά σοι βλέπειν πάρεστι Soph. — ты можешь видеть это воочию;
κατ΄ ἀντίπρῳρα ναυστάθμων Eur. — впереди корабельных стоянок -
10 αποπαλλω
1) бросать, метать(βέλη δι΄ εὐστόχου δεξιᾶς Luc.)
2) pass. отскакивать(πάλιν Arst.; ἐκπηδᾶν καὴ ἀποπάλλεσθαι Plut.)
-
11 αυτοκωπος
-
12 αφυκτος
21) неизбежный, неминуемый(γυιοπέδαι Pind.; βέλη Soph.; τόξα Eur.; τύχη Plat.; θάνατος Plut.; δεσμοί Luc.)
2) неразрешимый, запутанный, тж. хитрый(λόγοι Arph. etc.; ἐρώτημα Plat.)
3) не могущий убежатьἄφυκτον λαμβάνειν τινά Arph. — крепко схватить кого-л.
-
13 βραβευω
1) быть судьей на состязании, распределять награды, судить(ἅμιλλαν, τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμείων Plut.)
2) постановлять, решать(τὰ δίκαια Dem.; τὰ τοῦ πολέμου, τὰ τῆς εἰρήνης Plut.)
τὰ παρά σοι βραβευόμενα Isocr. — принимаемые тобой решения3) управлять, направлять(ὅπλα τε καὴ βέλη Plut.; φίλτρα Anth.)
-
14 εκηβολος
дор. ἑκᾱβόλος 2[ἑκάς] далеко мечущий, издали разящий, по друг. [ἕκητι] поражающий любую цель, метко разящий(Ἀπόλλων Hom., HH., Soph.; Ἄρτεμις Soph.; τόξα Aesch.; χέρες, σφενδόναι Eur.; βέλη Polyb.; ἄνδρες Plut.)
-
15 εκθεω
(fut. ἐκθεύσομαι)1) выбегать(εἰσδραμεῖν καὴ πάλιν ἐ. Arph.; διὰ τῆς πύλης Plut.)
2) вылетать(ἐκθέοντες σφῆκες Xen.; ἐκθέοντα βέλη Plut.)
3) совершать вылазку(ἐκ τοῦ τείχους Xen.)
-
16 εκτοξευω
1) (с какого-л. места) пускать, метать(βέλη Xen.)
2) ( о стрелах) выстреливать, расходовать ; перен. истрачиватьτὸν ἐμὸν ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. — полагая, что жизнь моя прожита
3) истощаться -
17 επιπαλλω
-
18 ευστοχια
ἥ1) меткость(τόξων, χερός Eur.)
εὐστοχίης βέλη Anth. — меткие стрелы2) остроумие, проницательность Arst.3) ловкостьεὐ. καιροῦ Plut. — умение пользоваться случаем
-
19 ευτονος
-
20 ιαπτω
1) бросать, кидать(τόξοις βέλη εἴς τινα, χερμάδα ἐπί τινι Aesch.)
πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν Aesch. — разбить себе голову о ворота2) перен. сбрасывать вниз, низвергать(τινὰ ἐλπίδων ἀφ΄ ὑψιπύργων Aesch.)
3) произносить(ἐπιτύμβιον αἶνον ἐπί τινι Aesch.)
4) начинать(ὀρχήματα Soph.)
5) нападать, поражать, ранить(τινὰ ἐς ὄστιον ἄχρις Theocr.)
6) уязвлять, оскорблять(τινὰ λόγοις Soph.)
ὥς μοι θυμὸς ἰάφθη! Theocr. — как уязвлена душа моя!7) (sc. ἑαυτόν) носиться, мчаться, бежатьἰάπτει Ἀσίδος δι΄ αἴας Aesch. — (преследуемая оводом Ио) бежит через Азию
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βέλη — βέλος missile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βέλος missile neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… … Dictionary of Greek
Βελή-Γκέκας — (18ος 19ος αι.). Αλβανός από τη Σκόδρα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά και έγινε γνωστός για την παλικαριά του αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος. Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον… … Dictionary of Greek
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek