Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑποφρύγιος

См. также в других словарях:

  • ὑποφρύγιος — hypo Phrygian masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφρύγιος — ο / ὑποφρύγιος, ΝΜΑ (ενν. τρόπος) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος με κλίμακα κατά μία πέμπτη χαμηλότερη τής φρύγιας ή φρυγικής αρμονίας νεοελλ. μουσ. (κατά τον μεσαίωνα) πλάγιος εκκλησιαστικός τρόπος που έχει ως βάση το μι και η έκτασή του… …   Dictionary of Greek

  • ὑποφρύγιον — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem acc sg ὑποφρύγιος hypo Phrygian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφρυγίου — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφρυγίῳ — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφρύγια — ὑποφρύγιος hypo Phrygian neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφρύγιοι — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποφρυγιστί — Α επίρρ. κατά τον υποφρύγιο τρόπο («ἡ ὑποφρυγιστὶ ἁρμονία ἐνθουσιαστικὴ καὶ βακχική, σεμνὸν ἔχει τὸ ἦθος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφρύγιος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἑλλην ιστί)] …   Dictionary of Greek

  • υποϊάστιος — ον, Α μουσ. ὑποφρύγιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάστιος (για μουσική) «ιωνικός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»