-
1 υποφρυγιος
См. также в других словарях:
ὑποφρύγιος — hypo Phrygian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφρύγιος — ο / ὑποφρύγιος, ΝΜΑ (ενν. τρόπος) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος με κλίμακα κατά μία πέμπτη χαμηλότερη τής φρύγιας ή φρυγικής αρμονίας νεοελλ. μουσ. (κατά τον μεσαίωνα) πλάγιος εκκλησιαστικός τρόπος που έχει ως βάση το μι και η έκτασή του… … Dictionary of Greek
ὑποφρύγιον — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem acc sg ὑποφρύγιος hypo Phrygian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφρυγίου — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφρυγίῳ — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφρύγια — ὑποφρύγιος hypo Phrygian neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφρύγιοι — ὑποφρύγιος hypo Phrygian masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφρυγιστί — Α επίρρ. κατά τον υποφρύγιο τρόπο («ἡ ὑποφρυγιστὶ ἁρμονία ἐνθουσιαστικὴ καὶ βακχική, σεμνὸν ἔχει τὸ ἦθος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποφρύγιος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἑλλην ιστί)] … Dictionary of Greek
υποϊάστιος — ον, Α μουσ. ὑποφρύγιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάστιος (για μουσική) «ιωνικός»] … Dictionary of Greek