-
1 προτονος
-
2 πρότονος
ο мор. штаг, канат -
3 σωτηρ
I- ῆρος adj.1) спасательный(ναὸς πρότονος Aesch.)
2) спасающий, охраняющий(γονή Aesch.)
τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. — чтимые как избавители (от морских опасностей), т.е. ДиоскурыIIσ. τινος HH., Her., Aesch. — хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.;
Ζεὺς σ. Pind. — Зевс-хранитель;τρίτον σωτῆρι σπένδειν Pind. ( согласно — традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса);τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι погов. Plat. — третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»)
См. также в других словарях:
πρότονος — ο, ΝΑ, και ετερογ. πληθ. πρότονα, τά, Α ναυτ. ισχυρό σχοινί ή συρματόσχοινο που δένεται στην πλώρη τού πλοίου και χρησιμεύει για την αντιστήριξη τών ιστών και τών πανιών, ανάλογα δε με τις θέσεις τού ιστού που αντιστηρίζει έχει και ειδικότερη… … Dictionary of Greek
πρότονος — πρότονοι ropes from the masthead to the forepart of a ship masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] … Dictionary of Greek
προτονίδα — η, Ν ναυτ. χαμηλό προΐστιο ιστιοφόρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη θέση του («προτονίδα τού ακάτιου ιστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + κατάλ. ίδα (πρβλ. δεσμ ίδα). Η λ. μαρτυρείται από τό 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
προτονίζω — ΝΑ [πρότονος] ναυτ. στηρίζω, ή ασφαλίζω ιστό με προτόνους αρχ. 1. έλκω, σύρω με προτόνους 2. ανοίγω τα ιστία … Dictionary of Greek