-
1 αιφνίδιον
ἀφνίδιοςmasc acc sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc sg -
2 αἰφνίδιον
ἀφνίδιοςmasc acc sgἀφνίδιοςneut nom /voc /acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: masc /fem acc sgαἰφνίδιοςunforeseen: neut nom /voc /acc sg -
3 φρόνημα
A mind, spirit,ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr. 378
;Αἰσχύλου φ. ἔχων Telecl.14
; with limiting epithets,φ. δύσθεον A.Ch. 191
; ὑπέρτολμον ib. 595(lyr.); ; ;τυραννικόν Id.R. 573b
, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54.2 thought, purpose, will,φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φ. S.Ant. 354
(lyr.); ψυχὴ καὶ φ. καὶ γνώμη ib. 176, cf. 207; τὸ φ. τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in pl., καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr. 209;ματαίων.. φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th. 438
;ἐμπέδοις φ. S.Ant. 169
; τὰ σκλήρ' ἄγαν φ. ib. 473;τὰ φ. ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti. 120e
.II either in good or bad sense,1 high spirit, resolution, pride,τὸ Ἀθηναίων φ. Hdt.8.144
, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43;φ. τε καὶ πίστις Arist. Pol. 1313b2
; φ. ἔχων ἐλεύθερον ib. 1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.);δουλοῖ τὸ φ. τὸ αἰφνίδιον Th.2.61
: c. [tense] fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the P., Id.5.40: freq. in pl., high thoughts, proud designs,διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φ. Hdt.6.109
, cf. 3.122, 125, 9.54;οὐ.. ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp. 182c
, cf. 190b, Isoc. 6.89;Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φ. A.Pers. 828
;τῶν φ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl. 387
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρόνημα
-
4 ἐπίπτωσις
2. falling upon,φωνῆς ἐπὶ μίαν τάσιν Nicom.Harm.12
.b. falling over the forehead,τριχῶν Antyll.
ap. Orib.44.8.1.3. falling to one,κλήρων Plu.2.74o
d (pl.).b. chance,ἐ. τυχική Phld.Rh.1.211S.
, cf. Theag. ap.Stob.3.1.117, Str.2.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπτωσις
См. также в других словарях:
αἰφνίδιον — ἀφνίδιος masc acc sg ἀφνίδιος neut nom/voc/acc sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem acc sg αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вънезапьныи — (4*) пр. Внезапный, неожиданный: вънезапьнѹю см҃рть въсхытисѩ (αἰφνίδιον) ПНЧ XIV, 122в; вънезапъноѥ и много лѣющеѥ въ сѩ питье (ἀθρόον!) Пч к. XIV, 85 об.; а дрѹзии полчи сто˫ахѹ недвижими. стерегѹчи. внезапнаго наѣзда ѿ Лѩховъ. ЛИ ок. 1425, 294 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] … Dictionary of Greek
μεταφνίδιον — (Μ) επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + επίρρ. αἰφνίδιον] … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
ԱՆՊԱՏՐԱՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 0228 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. ἁκατασκεύαστος, ἁπαρασκεύαστος, ἁπαράσκευος incompositus, incomparatus, imparatus Որ չէ պատրաստ կամ պատրաստեալ. ուր չկայցէ պատրաստութիւն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)