Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παιδευτικός

См. также в других словарях:

  • παιδευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • παιδευτικά — παιδευτικός of neut nom/voc/acc pl παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc/acc dual παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικῶν — παιδευτικός of fem gen pl παιδευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικόν — παιδευτικός of masc acc sg παιδευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικώτατα — παιδευτικός of adverbial superl παιδευτικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικαῖς — παιδευτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικαί — παιδευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοῖς — παιδευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοί — παιδευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδευτικοῦ — παιδευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»