-
1 παιδευτικός
παιδευτικός, zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt, δύναμις, Plat. Tim. Locr. 103 e; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst, Soph. 231 b; τὸ πολιτικὸν καὶ παιδευτικόν, Plut. Lyc. 4. – Adv., Poll. 4, 42; Philo u. a. Sp.
-
2 παιδευτικός
παιδευτικός, zum Erziehen, Unterrichten gehörig, geschickt; ἡ παιδευτική, sc. τέχνη, die Erziehungskunst -
3 δοξο-παιδευτικός
δοξο-παιδευτικός, ή, όν, nur Meinung lehrend, Plat. Soph. 223 b.
-
4 δοξοπαιδευτικός
δοξο-παιδευτικός, ή, όν, nur Meinung lehrend
См. также в других словарях:
παιδευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… … Dictionary of Greek
παιδευτικά — παιδευτικός of neut nom/voc/acc pl παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc/acc dual παιδευτικά̱ , παιδευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικῶν — παιδευτικός of fem gen pl παιδευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικόν — παιδευτικός of masc acc sg παιδευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικώτατα — παιδευτικός of adverbial superl παιδευτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικαῖς — παιδευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικαί — παιδευτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικοῖς — παιδευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικοί — παιδευτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτικοῦ — παιδευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)