-
1 τάκω
-
2 τακω
-
3 τακώ
-
4 τακῶ
-
5 τάκω
1 melt met. ἀλλ' ἐγὼ τᾶς (sc. Ἀφροδίτας) ἕκατι κηρὸς ὣς δαιχθεὶς ἕλᾳ ἱερᾶν μελισσᾶν τάκομαι (Boeckh: τήκομαι codd.) fr. 123. 11. -
6 τάκω
-
7 τάκω
τά̱κω, τήκωmelt: pres subj act 1st sg (doric)τά̱κω, τήκωmelt: pres ind act 1st sg (doric) -
8 τηκω
дор. τάκω (ᾱ) (pf. act. тж. со знач. pass.; pass.: fut. τᾰκήσομαι Anacr., aor. 2 ἐτάκην (ᾰ) - реже ἐτήχθην, pf. τέτηγμαι)1) растоплять, плавить (sc. τὸν φόρον Her.; χιόνα Aesch.); pass. плавиться, таять(χιὼν τηκομένη Hom.)
2) растворять(γῆς ὄγκους Plat.)
3) варить, разваривать(πυρὴ τάκεσθαι Theocr.)
4) (досл.) развариваться(κρέα τετηκότα Eur.)
5) разлагатьεἰ κατθανὼν ἐτήκετο Soph. — если он умер и остался без погребения (досл. разложился)
6) разлагатьсяπυρὸς τετακότες σποδῷ Eur. — сожженные на погребальном костре (досл. разложившиеся в огненном пепле)
7) истощать, изнурять, томить(τὸ σῶμα Plat.; κραδίην Anth.)
μέ θυμὸν τῆκε Hom. — не убивайся;τ. βιοτήν Eur. — доживать в страданиях свою жизнь, томиться, чахнуть;τηκόμενος τῇ νούσῳ Her. — снедаемый болезнью;βλέμμα τηκόμενον Plut. — томный взор8) изнывать, томитьсяκλαίουσα τέτηκα Hom. — я изнываю в слезах;
τετηκυῖα ἐπί τινι Luc. — истомившаяся по ком-л. -
9 κατατήκω
A melt or thaw away, and in [voice] Pass., to be melted or thawed,ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ'.. ἥν τ' Εὖρος κατέτηξεν Od.19.205
;κ. ὦπας δάκρυσι Theoc.Ep.6
;ψυχὴν λύπαις D.L.8.18
;κατατήκεσθαι τὸ θυμοειδές Phld.Mus.p.103
K.2 dissolve,λίτρον κ. τὰς σάρκας Hdt.2.87
, cf. POxy.40.8 (ii/iii A.D.); ἀέρα κ. πῦρ, i.e. rarifies it, Pl.Ti. 61a;κ. ὁ χρόνος Arist.Ph. 221a31
; τὸ αἷμα dilute it, Gal.6.262.3 metaph., κ. τέχνην εἴς τι waste art and skill upon a thing, D.H.Dem.51.II [voice] Pass., with [tense] pf. [voice] Act. κατατέτηκα, melt away,κατατήκομαι ἦτορ Od.19.136
; τὰ σπλάγχνα κατατετηκότα ἐξάγειν dissolved, Hdt.2.87;κατατάκομαι S.El. 187
(lyr.), cf. Ant. 977 (lyr., tm.),ὑπὸ τοῖ.. ἄλγους κατατέτηκα Ar.Pl. 1034
;ἔρωτι κατατήκεσθαι X.Smp.
8.3, Eub.104: so with gen. added,τούτω κατετάκετο.. ἔρωτα Theoc. 14.26
; κ. ἐν ψήφοις wear oneself away in.., Luc.Epigr.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατήκω
-
10 τήκω
τήκω, A.Fr.300.5, etc., [dialect] Dor. [full] τάκω [pron. full] [ᾱ] S.El. 123 (lyr.), Theoc.2.28: [tense] fut.Aτήξω AP5.277
(Agath.), ([etym.] συν-) E.IA 398 (troch.); [dialect] Dor. [ per.] 2sg. ταξεῖς ([etym.] κατα-) Theoc.Ep.6.1: [tense] aor.ἔτηξα Hdt.3.96
, ([etym.] κατ-) Od.19.206, etc.: [tense] pf. τέτηκα, in intr. sense, Il.3.176, etc.; [dialect] Dor. (lyr.), ([etym.] προς-) S.Tr. 836 (lyr.): [tense] plpf.ἐτετήκειν X.An.4.5.15
:— [voice] Med., [tense] fut. τήξομαι (but in pass. sense) Hp.Flat.12: [tense] aor.ἐτηξάμην Nic.Al.63
, 164, 350:—[voice] Pass., [tense] fut. , al., Anacreont.10.16, ([etym.] συν-) Plu.2.752e: [tense] aor. ἐτάκην [ᾰ] E.Hel.3, Pl.Phdr. 251b, Ti. 83a; freq. in compds. ἐξ-, ἐν-, συν-; rarely ἐτήχθην, Hp. Morb.4.57, Pl.Ti. 61b, once in Trag.,συντηχθείς E.Supp. 1029
(lyr.): [tense] pf.τέτηγμαι Plu.2.106d
, AP5.272 (Agath.); but in early Gr. the [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. are supplied by the intr. [voice] Act. [tense] pf. and [tense] plpf. τέτηκα, ἐτετήκειν (v. supr.).I [voice] Act., melt, melt down (trans.), of metals, Hdt.3.96, etc.; τ. πετραίαν χιόνα A.l.c.; bring clouds down in rain, Hdt.2.25; dissolve, Pl.Ti. 60e, 84d, Gal.13.523, etc.2 metaph., dissolve, cause to waste or pine away, μὴ θυμὸν τῆκε let it not melt or pine away, Od.19.264; τίν' αεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρετον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (i.e. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) S.El. 123 (lyr.);τ. βιοτάν E.Med. 141
(anap.); ; τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδές] ib. 411b;τ. ἧπαρ Call.Aet.Oxy.2079.8
; διαφορεῖν καὶ τ. [σάρκα] carry off and reduce superfluous flesh, Gal.6.96, cf. Vict. Att.1;ἡ ταχεῖα κίνησις τὴν θερμασίαν ἐπὶ πλέον αὐξάνουσα τήκει τὸ σῶμα Id.15.191
;ἔρωτες τήξουσιν κραδίην AP5.277
(Agath.).II [voice] Pass., with intr. [tense] pf. [voice] Act. τέτηκα, melt, be dissolved, melt away, of snow, thaw,χιὼν τηκομένη Od.19.207
;ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22
;λευκῆς τακείσης χιόνος E.Hel.3
;ἡνίκ' ἂν τακῇ χιών Id.Fr.228.4
;τὴν χιόνα τετηκέναι X.An.4.5.15
; of metals,ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Hes.Th. 862
; σίδηρος.. πυρὶ κηλέῳ τήκεται ib. 866; also τετηκότα (sc. κρέα) sodden flesh, E.Cyc. 246; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theoc.2.18; τήκεται κοιλίη, merely, is relaxed, Hp.Aër.7; of putrefying flesh, fall away, Pl.Ti. 82e; of a corpse,κατθανὼν ἐτήκετο S.Ant. 906
; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο ib. 1008;πυρὸς τετακότας σποδῷ E.Supp. 1141
(lyr.); εἰς τοῦτο τετηκυῖα resolved into.., Pl.Ti. 85d;στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται 2 Ep.Pet.3.12
; of fat,τακείσης πιμελῆς Gal.6.192
, cf. 18(2).140; of food in the digestive organs,τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα [πτισάνη], ἡ δ' ἑτέρα δύστηκτός ἐστι Id.6.784
.2 metaph., melt or waste away, pine,κλαίουσα τέτηκα Il.3.176
;τήκετο χρώς Od.19.204
; τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης ib. 208;ἐν νούσῳ.. δηρὸν τηκόμενος 5.396
;τ. νούσῳ Hdt.3.99
, cf. Theoc.1.66,82, etc.; Ὀδυσσεὺς τήκετο was moved to tears, Od.8.522;κλαίω, τέτηκα S.El. 283
;μὴ λίαν τάκου E.Med. 159
(lyr.);ψυχὴν ἐτήκου Id.Heracl. 645
, cf. El. 208 (lyr.);ἐτάκευ βασκαίνων Theoc.5.12
;τὸ κάλλος ἐτάκετο Id.2.83
; come to naught,δόξαι.. τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν A.Eu. 374
(lyr.); ἐπί τινι τακείς consumed for love of.., AP7.31 (Diosc.), cf. Luc.DMeretr.12.1; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plu.Ant.53. (Cf. Lat. τᾱβες, OE. pawian 'thaw', Slav. tajati 'melt'.)
См. также в других словарях:
τάκω — Α (δωρ. τ.) βλ. τήκω … Dictionary of Greek
τακῶ — τήκω melt aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάκω — τά̱κω , τήκω melt pres subj act 1st sg (doric) τά̱κω , τήκω melt pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek