-
1 παρα-παιδ-αγωγέω
παρα-παιδ-αγωγέω, anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεϑαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καϑαρὸν τῆς διαίτης μεϑιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.
-
2 εὔ-κολος
εὔ-κολος ( κόλον), eigtl. mit dem Essen leicht zufriedengestellt, Ggstz δύςκολος (was zu vgl.); so von den Spartanern εὔκολοι ταῖς διαίταις καὶ ἄσικχοι Plut. Lyc. 16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης, Genügsamkeit, Galb. 3; übh. leicht zufrieden zu stellen, gutmüthig, καὶ κόσμιος Plat. Rep. I, 329 d; mit ἐπιεικής zusammengestellt ibd. 330 a; von Sophokles wird gerühmt εὔκολος μὲν ἐνϑάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ, Ar. Ran. 82; πολίταις 359; dem φιλόνει-κος u. δύςερις entgegengesetzt, Arist. rhet. 2, 4; πρός τινα, Plut. Fab. 1 u. öfter. Allgemeiner, leicht. οὔ μοι δοκεῖ εὔκολον εἶναι τὸ τοιοῠτον οὐδαμῶς διορίσασϑαι Plat. Parm. 131 e, vgl. Rep. V, 453 d Legg. IV, 708 b; öfter bei Sp.; selten im schlimmen Sinne, εἰς ὀργήν Schol. Ar. Equ. 41; πρὸς ἀδικίαν Luc. merc. cond. 40; leichtfertig, λόγοι ἀνόητοι καὶ εὔκ. Philostr. – Adv. εὐκόλως, ruhig, leicht, μάλα εὐχερῶς καὶ εὐκ. ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; διειλέχϑαι, behaglich, ohne rechten Ernst, Soph. 242 c; εὐκόλως ἔχειν Lys. 4, 9; φέρειν τὰς ἀτυχίας Arist. Eth. 1, 11; von Sokrates ἐϑαυμάζετο ἐπὶ τῷ εὐϑύμως καὶ εὐκ. ζῆν Xen. Mem. 4, 8, 2.
-
3 λῑτότης
λῑτότης, ητος, ἡ, Einfachheit, Schlichtheit; τῶν στεφάνων Plut. Ages. 36, oft; τῆς διαίτης, einfache, frugale Lebensweise, D. Sic. 2, 59; bei den Rhetoren eine Figur, wo weniger gesagt als gemeint ist, Rhett.
-
4 ὀριγνάομαι
ὀριγνάομαι, = ὀρέγομαι, sich reck en, strecken; ἔγχεσιν ἠδ' ἐλάτῃς αὐτοσχεδὸν ὠριγνῶντο, mit Speeren streckten sie sich, sie kämpften mit vorgestreckten Speeren, Hes. Sc. 190; ὅτε ϑηρῶν ὀριγνῷτο, Eur. Bacch. 1255; bei Plat. Ax. 366 a ist τῆς διαίτης ὀριγνωμένη v. l. für ὀρεγομένη; – c. gen. braucht es Theocr. 24, 44, ὠριγνᾶτο νεοκλώστου τελαμῶνος; ποίας δόξης ὀριγνηϑῆναι, Isocr. ep. 6, 9; eben so D. C. 56, 6.
-
5 ἀν-επί-φθονος
ἀν-επί-φθονος, vorwurfsfrei, tadellos, ἔγχος Soph. Tr. 1026; ἀνεπίφϑονόν ἐστι πᾶσι Thuc. 6, 83; ποιεῖν τι, man kann, ohne gehässig zu werden. etwas thun, Plat. Rep. X, 632 b; αὐτῷ ἐστιν ἀν., man macht ihm keinen Vorwurf, Dem. 59, 15; ἀνεπιφϑονώτατον εἰπεῖν 18, 321; τὸ ἀν. τῆς διαίτης Luc. Nigr. 14. – Adv., Her. 6, 54; ἀνεπιφϑόνως διάγειν Xen. Hier. 7, 10.
-
6 εὔκολος
εὔ-κολος, eigtl. mit dem Essen leicht zufriedengestellt, Ggstz δύςκολος; so von den Spartanern; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης, Genügsamkeit; übh. leicht zufrieden zu stellen, gutmütig. Allgemeiner: leicht; selten im schlimmen Sinne: leichtfertig. Adv. εὐκόλως, ruhig, leicht; διειλέχϑαι, behaglich, ohne rechten Ernst -
7 λῑτότης
λῑτότης, ητος, ἡ, Einfachheit, Schlichtheit; τῆς διαίτης, einfache, frugale Lebensweise; bei den Rhetoren eine Figur, wo weniger gesagt als gemeint ist -
8 ἐκ-βαίνω
ἐκ-βαίνω (s. βαίνω), 1) herausgehen, – a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen, ἐκ νηὸς βῆ Il. 1, 439, wie ἐκ τῆς νεὼς ἐκβ. Thuc. 1, 137; gew. ohne Zusatz, ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι ϑαλάσσης Il. 1, 437; δησάμενοι ἐρετμὰ ἔκβητε Od. 8, 38; Thuc. 7, 40 u. A.; herabsteigen, πέτρης Il. 4, 107, wie 3, 113, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen; ἔκβαιν' ἀπήνης Aesch. Ag. 880. 1009. – b) übh. herausgehen, verlassen; ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῠ σώματος Plat. Phaed. 77 d; ὅϑεν, ἔνϑεν ἐκβ., 113 e Tim. 44 e; νάπος, aus dem Thale, Add. 2 (IX, 300); ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Thale heraus aufwärts steigen, Xen. An. 4, 2, 3. 25; ἄλλοσε, Eur. I. T. 781; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος Med. 56, soweit bin ich gekommen; – τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus, Soph. Ai. 876. – c) darüber hinausgehen, überschreiten; τύχης Eur. I. T. 907; τῆς εἰωϑυίας διαίτης Plat. Rep. III, 406 b; τῆς ἑαυτοῠ ἰδέας, aus seiner Eigenthümlichkeit heraustreten, II, 380 d; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen, VII, 537 e; τοῦ γεννᾶν τὴν ἡλικίαν V, 461 b; auch wie unser übertreten, verletzen, τὰ νομοϑετηϑέντα Polit. 295 d; τὸν ὅρκον Conv. 183 b; vgl. γαίας ὅρια Eur. Herc. fur. 82. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοϑεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande, Plat. Legg. V, 744 a. – d) von der Rede ausgehen, abschweifen; ἔνϑεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι, Xen. Hell. 7, 4, 1 Plat. Legg. IX, 864 c u. Redner; vgl. Soph. ποῖ ποτ' ἐξέβης λόγῳ Phil. 884. – e) ausgehen, ausfallen; τοιοῦτονἐκβέβηκεν Soph. Tr. 669; Her. 7, 709. 8, 60 u. öfter; ποικίλα γέ σοι ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 417 e; κατὰ νοῠν Menex. 247 d; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten, Dem. 1, 16; in Erfüllung gehen, ἐκβέβηκε ὅσα ἀπήγγειλε 19, 28; ἐξέβη τὸ ἐνύπνιον Alexis B. A. 96; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις Eur. Med. 229, er ist erfunden worden; vgl. Plat. Rep. III, 413 e; καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός, σοφός, Men. monost. 274. 475. Auch = zu Ende gehen, App. Syr. 23. – 2) im aor. I. transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe, Il. 1, 438 Od. 24, 301; ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι τάδ' ἀγγελοῦντα Eur. Hel. 1616, der auch ἐκβὰς πόδα = »den Fuß heraussetzen« sagt, Heracl. 805.
-
9 δίαιτα
δίαιτα, ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωϑυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ φιλοσοφία Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; εὐτελής Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσϑαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ δίαιτα Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; ὀφλεῖν, verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.
См. также в других словарях:
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek
καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα — (; – 1096;). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Γ’ Δούκα (1059 67) και ύστερα του Ρωμανού Δ’ του Διογένη (1068 71). Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, πεθαίνοντας, άφησε κηδεμόνα των γιων του τη μητέρα τους Ε., θέτοντάς της ως όρο, να … Dictionary of Greek
Γλαυκίας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Προς τιμήν του καθιερώθηκαν στα Πύθια έπαθλα αγώνων τραγουδιού με κιθάρα, αυλού και δρόμου παιδιών. 2. Αιγινήτης ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Φιλοτεχνούσε ανδριάντες νικητών των… … Dictionary of Greek
Ευρυφών — (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από την Κνίδο. Συνδεόταν φιλικά, παρά την αντίθεση των σχολών Κω και Κνίδου, με τον Ιπποκράτη. Σε συνεργασία, οι δύο γιατροί θεράπευσαν τον βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα B’. Ο Ε. ήταν ένας από τους πρώτους ανατόμους … Dictionary of Greek
ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και … Dictionary of Greek
Φιλιστίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γιατρός από τη Λοκρίδα, η δράση του οποίου σημειώθηκε τον 4o αι. π.Χ. Γνωρίστηκε στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Πρεσβύτερου με τον Πλάτωνα και ανήκε στην ιατρική σχολή που είχε ιδρύσει ο… … Dictionary of Greek
Joannes Actuarius — Joannes Zacharias Actuarius (c. 1275 – c. 1328cite journal | author=Diamandopoulos, A. A. | title=Joannes Zacharias Actuarius. A witness of late Byzantine uroscopy, closely linked with Thessaloniki | journal=Nephrology Dialysis Transplantation |… … Wikipedia