-
1 περιφερής
περιφερ-ής, ές,A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς)τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4
; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.a of surfaces and lines,ἄκρον Hp.Art.7
;π. κύρτωμα Id.Epid.1.26
.α'; κύλικες Pherecr.143.5
;ἀσπίδες Ael.Tact.2.7
; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm. 137e, 138a, Arist.Ph. 248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R. 436e, Dsc.3.6, 48. Adv. - ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd. 108e, Smp. 190b;π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael. 298a7
;π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.
; [ σώματα] Phld.Mort.8 ([comp] Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22;τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13
.3 Adv. - ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.2 Adv. - ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.IV cf. Περφερέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφερής
-
2 πλοῖον
A floating vessel: hence, generally, ship, A. Th. 602, Ag. 625, Hdt.1.168, IG12.128.5, etc.: more nearly defined, π. λεπτά small craft, Hdt.7.36, Th.2.83; π. ἁλιευτικόν a fishing-boat, X.An.7.1.20; ἱππαγωγὰ π. transports for horses, Hdt.6.48; π. μακρά ships of war, Id.5.30, Th.1.14; π. στρογγύλα or φορτηγικά ships of burden, merchantmen, X.HG5.1.21;μεγάλα π. D.S.13.78
;ἱερὸν π. τοῦ Ὀσείριος OGI56.51
(Canopus, iii B.C.): when distd. from ναῦς, without Adj., mostly merchant-ship or transport, as opp. ship of war,τοῖς π. καὶ ταῖς ναυσί Th.4.116
, cf. 6.44; πλεῖν μὴ μακρᾷ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Foed. ap. eund.4.118;πλοῖά τε καὶ τριήρεις Pl. Hp.Ma. 295d
; πλοῖα alone, = τριήρεις, X.HG1.2.1, Docum. ap. D.18.106. -
3 βανθῶσαι
βανθῶσαι· σκοτοδινιᾶσαι, Hsch. [full] βάνισος· εἶδος θυμιάματος, Id. [full] βανκόν· μωρόν, Id. [full] βάννας· βασιλεύς (Ital.), Id. [full] βαννάται· αἱ λοξοὶ ὁδοί ([dialect] Tarent.); also [full] βάννατροι, Id. [full] βάννεια and [full] βάννιμα, τά,A = ἄρνεια, Id. [full] βανοί· τέχναι, Id. [full] βανόν· λεπτόν, Id. [full] βάνος· κλάσμα, μωρός, καὶ τυφλός, Id. [full] βανούς· ὄρη στρογγύλα, Id. [full] βανύσει· μωραίνει, ἐπιμαίνεται, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βανθῶσαι
-
4 ἀποτορνεύω
A round off as by the lathe,εἰς σφαῖραν -τετορνευμένος Ph.1.505
: metaph. of polished language,σαφῆ καὶ στρογγύλα.. τὰ ὀνόματα ἀποτετόρνευται Pl.Phdr. 234e
(imitated by Plu.2.45a);κέγχρους Jul.Or.3.112a
; περιόδους ib.2.77a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτορνεύω
См. также в других словарях:
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
κοτονίαστρο — (Cotoneaster). Γένος φυλλοβόλων ή αειθαλών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 50 είδη που φύονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας.… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
λυκάων — (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες … Dictionary of Greek
λατανία — (Latania). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας arecacea, με τρία ιθαγενή είδη. Πρόκειται για ψηλούς φοίνικες με γερό κορμό και μακρόμισχα, στρογγυλά, ριπιδόμορφα και με ακανθωτά χείλη φύλλα στην κορυφή του. Τα θηλυκά και τα αρσενικά… … Dictionary of Greek
ακανθόφις — (acanthophis). Φίδι της ομοιογένειας των προτερογλύφων οφιδίων που ανήκουν στην οικογένεια των ελαπιδών. Το μήκος του σώματός του φτάνει το 1 μ., το κεφάλι του είναι πλατύτερο από τον λαιμό του και στο πίσω μέρος του καλύπτεται από ομοιόμορφες… … Dictionary of Greek
καρακινίδες — (characinidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων. Περιλαμβάνει πολλά είδη μετρίου μεγέθους, τα οποία χαρακτηρίζονται από το πλατύ τους σώμα, το οποίο είναι σκεπασμένο με στρογγυλά λέπια, και το μικρό τους στόμα που είναι εφοδιασμένο… … Dictionary of Greek