-
1 φορτηγικά
φορτηγικόςof: neut nom /voc /acc plφορτηγικά̱, φορτηγικόςof: fem nom /voc /acc dualφορτηγικά̱, φορτηγικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 πλοῖον
A floating vessel: hence, generally, ship, A. Th. 602, Ag. 625, Hdt.1.168, IG12.128.5, etc.: more nearly defined, π. λεπτά small craft, Hdt.7.36, Th.2.83; π. ἁλιευτικόν a fishing-boat, X.An.7.1.20; ἱππαγωγὰ π. transports for horses, Hdt.6.48; π. μακρά ships of war, Id.5.30, Th.1.14; π. στρογγύλα or φορτηγικά ships of burden, merchantmen, X.HG5.1.21;μεγάλα π. D.S.13.78
;ἱερὸν π. τοῦ Ὀσείριος OGI56.51
(Canopus, iii B.C.): when distd. from ναῦς, without Adj., mostly merchant-ship or transport, as opp. ship of war,τοῖς π. καὶ ταῖς ναυσί Th.4.116
, cf. 6.44; πλεῖν μὴ μακρᾷ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Foed. ap. eund.4.118;πλοῖά τε καὶ τριήρεις Pl. Hp.Ma. 295d
; πλοῖα alone, = τριήρεις, X.HG1.2.1, Docum. ap. D.18.106.
См. также в других словарях:
φορτηγικά — φορτηγικός of neut nom/voc/acc pl φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc/acc dual φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορτηγικός — ή, όν, Α [φορτηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.) 2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.) … Dictionary of Greek