Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φορτηγικά

См. также в других словарях:

  • φορτηγικά — φορτηγικός of neut nom/voc/acc pl φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc/acc dual φορτηγικά̱ , φορτηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορτηγικός — ή, όν, Α [φορτηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.) 2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»