-
1 στρογγύλος
στρογγύλος, rund, abgerundet, zugerundet; λοφεῖον, Ar. Nubb. 741; χάλαζαι, 1111; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; Ggstz bei Linien εὐϑύς, Menon 74 d; übertr., σαφῆ καὶ στρογγύλα ἕκαστα τῶν ὀνομάτων ἀποτετόρνευται, Phaedr. 234 e; στύλος, Pol. 1, 22, 4 u. A.; πλοῖα, runde od. Kauffahrteischiffe, im Ggstz zu den länglichen, spitzgeschnäbelten Kriegsschiffen, Thuc. 2, 97; Dem. Lpt. 162, ἱστία, volle, geschwellte, aufgeblasene Segel, App. B. C. 4, 86; – von Füßen der Pferde und Hunde, Xen., z. B. Cyn. 4, 1; – von einer Flasche, En. ad. 77 (V, 135); – στρογγύλα ῥήματα, Ar. Ach. 656, vom Schol. πιϑανά u. πανοῠργα erklärt, gedrungene Rede, wohl abgerundet, so στόμα στρογγύλον, Ar. tr. 397, das os rotundum des Horat., ein runder Mund, der Alles in der vollkommensten Art vorträgt, dah. στρογγύλοι καὶ βραχυλόγοι vrbdn, Plut., de garrul. 17, u. στρογγύλη λέξις, der wohlgerundete, wohlausgearbeitete Ausdruck; – στρογγύλως ἐκφέρειν, nett u. knapp ausdrücken; aber στρογγύλως βιοῠν ist = knapp u. eingeschränkt leben, Plut. sept. sap. conv. 14.
-
2 ἀπο-τορνεύω
ἀπο-τορνεύω, abdrechseln, d. h. sorgfältig ausarbeiten, ὀνόματα σαφῆ καὶ στρογγύλα ἀποτετόρνευται Plat. Phaedr. 234 e; λόγον Rhett. – νῆσον, eine Insel bilden.
-
3 ἀκέανοι
ἀκέανοι, nach Eust. Od. 1528, 45 σπορίμου εἶδος, nach Ael. Dion. ib. τὰ ἐν φακοῖς στρογγύλα καὶ δυςκάτακτα ὄσπρια, mit einem Bsp. aus Pherecrat.
-
4 στρογγύλος
στρογγύλος, rund, abgerundet, zugerundet; Ggstz bei Linien εὐϑύς; πλοῖα, runde od. Kauffahrteischiffe, im Ggstz zu den länglichen, spitzgeschnäbelten Kriegsschiffen; ἱστία, volle, geschwellte, aufgeblasene Segel; von Füßen der Pferde und Hunde; von einer Flasche; στρογγύλα ῥήματα, = πιϑανά u. πανοῠργα erklärt, gedrungene Rede, wohl abgerundet, so στόμα στρογγύλον, das os rotundum des Horat., ein runder Mund, der alles in der vollkommensten Art vorträgt; dah. στρογγύλοι καὶ βραχυλόγοι u. στρογγύλη λέξις, der wohlgerundete, wohlausgearbeitete Ausdruck; στρογγύλως ἐκφέρειν, nett u. knapp ausdrücken; aber στρογγύλως βιοῠν ist = knapp u. eingeschränkt leben
См. также в других словарях:
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
κοτονίαστρο — (Cotoneaster). Γένος φυλλοβόλων ή αειθαλών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα από 50 είδη που φύονται στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας.… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
λυκάων — (Lycaon). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το πιο κοινό είδος του γένους αυτού είναι ο Lycaon pictus, ο οποίος έχει διαστάσεις και διαμόρφωση όπως του λύκου. Διαθέτει μεγάλα στρογγυλά αφτιά και λεπτό, μυώδες … Dictionary of Greek
λατανία — (Latania). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας arecacea, με τρία ιθαγενή είδη. Πρόκειται για ψηλούς φοίνικες με γερό κορμό και μακρόμισχα, στρογγυλά, ριπιδόμορφα και με ακανθωτά χείλη φύλλα στην κορυφή του. Τα θηλυκά και τα αρσενικά… … Dictionary of Greek
ακανθόφις — (acanthophis). Φίδι της ομοιογένειας των προτερογλύφων οφιδίων που ανήκουν στην οικογένεια των ελαπιδών. Το μήκος του σώματός του φτάνει το 1 μ., το κεφάλι του είναι πλατύτερο από τον λαιμό του και στο πίσω μέρος του καλύπτεται από ομοιόμορφες… … Dictionary of Greek
καρακινίδες — (characinidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων. Περιλαμβάνει πολλά είδη μετρίου μεγέθους, τα οποία χαρακτηρίζονται από το πλατύ τους σώμα, το οποίο είναι σκεπασμένο με στρογγυλά λέπια, και το μικρό τους στόμα που είναι εφοδιασμένο… … Dictionary of Greek