Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλάστης

См. также в других словарях:

  • πλάστης — moulder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… …   Dictionary of Greek

  • πλάστης — ο θηλ. πλάστρα 1. αυτός που πλάθει. 2. ο δημιουργός Θεός: Σε σένα, Πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή… (προσευχή). 3. πλαστήρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστῆς — πλαστή mud wall fem gen sg (attic epic ionic) πλαστός formed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσται — πλάστης moulder masc nom/voc pl πλάστᾱͅ , πλάστης moulder masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶν — πλάστης moulder masc gen pl πλαστή mud wall fem gen pl πλαστός formed fem gen pl πλαστός formed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάσταις — πλάστης moulder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστην — πλάστης moulder masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστου — πλάστης moulder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστῃ — πλάστης moulder masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάστῃσιν — πλάστης moulder masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»