-
1 τυραννικόν
τυραννικόςof: masc acc sgτυραννικόςof: neut nom /voc /acc sg -
2 τυραννικός
A of or for a τύραννος, royal, ;τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς Id.Ch. 479
;κράτος τ. S.OC 373
; ; δόμος, στέγαι, ib. 740, Andr. 882; κύκλος τ. the circle or assembly of kings, S.Aj. 749; τ. θέαμα (in good sense) Phalar.Ep.122.1.2 befitting a tyrant, despotic, ;συμφοραὶ τ.
that befall a tyrant,Isoc.
8.91; smacking of tyranny, τὸ σῦκον (sc. τὸ Αακωνικὸν)ἐχθρόν ἐστι καὶ τ. Ar.Fr. 108
(troch.);φρονῶν τυραννικά Id.V. 507
(troch.);ξυνωμοσία τ.
in favour of tyranny,Th.
6.60; ; τι δρᾶσαι τῶν τ. ib. 574b;μαθὼν ἀντὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸ τ. X.Cyr.1.3.18
;τὰ τ.
the period of the tyrants,Arist.
Pol. 1303a38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυραννικός
-
3 κράτος
κράτος [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [full] κάρτος, εος, τό, both in Hom.; [dialect] Aeol. [full] κρέτος Alc.25:—A strength, might, in Hom. esp. of bodily strength,ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il.7.142
;ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κ. ἐστὶ μέγιστον 13.484
, etc.; τὸ γὰρ αὖτε σιδήρου γε κ. ἐστίν this (i.e. τὸ βάψαι ) is what gives strength to iron, Od.9.393: generally,δικαία γλῶσσ' ἔχει κ. μέγα S.Fr.80
;μηχανῆς ἔστω κ. A.Supp. 207
; κατὰ κράτος with all one's might or strength,πολιορκεῖσθαι Th.1.64
; ;ἐξελέγχεσθαι D.34.20
, etc.: freq. in phrase αἱρεῖν κατὰ κ. take by storm, Th.8.100, Isoc.4.119, etc.; alsoἀνὰ κράτος διώκειν X. Cyr.1.4.23
;ἐλαύνειν Id.An.1.8.1
, etc.;ἀπὸ κράτους D.S.17.34
; πρὸς ἰσχύος κράτος, opp. λόγῳ, S.Ph. 594.II power, τοῦ γὰρ κ. ἐστὶ μέγιστον, of Zeus, Il.2.118, etc.;τοῦ γὰρ κ. ἔστ' ἐνὶ οἴκῳ Od.1.359
, cf. Il.12.214;Ζηνὸς κ. Pi.O.6.96
, cf. A.Pr. 527 (lyr.); ἐκπίπτειν κράτους, of Zeus, ib. 948;τὸ κ. τοῦ θεοῦ LXX Ps.61(62).11
, etc.: pl.,ὑποχείριος κράτεσιν ἀρσένων A.Supp. 393
(lyr.), cf. S.Ant. 485; esp. of political power, rule, sovereignty, l.c.;τὸ κ. περιθεῖναί τινι Hdt.1.129
;ἐς τὸ πλῆθος φέρειν τὸ κ. Id.3.81
; τὸ πᾶν κ. ἔχειν to be all- powerful, Id.7.3;ἀρχὴ καὶ κ. τυραννικόν S.OC 373
; βασιλεὺς πρῶτος ἐν κράτει Ὀδρυσῶν ἐγένετο in real power, Th.2.29; laterτὸ κ. τῶν Ῥωμαίων POxy. 41i2
(iii/iv A. D.): in pl.,κράτη καὶ θρόνους S.Ant. 173
, cf. OT 586, etc.; θρόνων κράτη sovereign power, Id.Ant. 166.2 c. gen., power over,τὸ Περσέων κ. ἔχοντα Hdt.3.69
;τὸ κ. εἶχε τῆς στρατιῆς Id.9.42
;πᾶν κ. ἔχων χθονός A.Supp. 425
(lyr.);τῶν ἄλλων δαιμόνων E.Tr. 949
;δὸς κ. τῶν σῶν δόμων A.Ch. 480
;δωμάτων ἔχειν κ. Ar.Th. 871
;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Th.1.143
;μετὰ κράτους τῆς γῆς Id.8.24
; ὧν ἂν ᾖ τὸ κ. τῆς γῆς whoever have possession of the land, Id.4.98;κ. ἔχειν ἑαυτοῦ Pl.Plt. 273a
: pl.,ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT 201
(lyr.).III mastery, victory, freq. in Hom., Il.1.509, 6.387, Od.21.280;κ. ἄρνυσθαι S.Ph. 838
(lyr.);νίκη καὶ κράτη A.Supp. 951
; ἀέθλων κ. victory in.., Pi.I. 8(7).4;νίκη καὶ κ. τῶν δρωμένων S.El.85
; κ. ἀριστείας the meed of highest valour, Id.Aj. 443;νίκη καὶ κ. πολεμίων Pl.Lg. 962a
;κ. πολέμου καὶ νίκη D.19.130
.IV Medic., in pl., ligaments, Hp.Mul. 2.167.2 = ταρσός, back of the hand, Poll.2.144.V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59.—This word and its derivs. take two forms, κρατ- and καρτ-; the latter is mostly [dialect] Ep., as κάρτος, κάρτιστος, καρτύνω, but in κρατερός and καρτερός the reverse holds, v. κρατερός fin.; κρατέω, κρατύς have no form καρτ-. ( κρατ- and καρτ- from kṛt-, weak form of κρετ-, cf. κρέτος, κρέσσων.) -
4 λῆμα
A will, desire, purpose, Epich.182 (prob.l.): concrete, λ. Κορωνίδος wilful Coronis, Pi.P.3.25; μητρῷον λ. thy proud mother, S.El. 1427; λήματος κάκη weakness of will, cowardice, A.Th. 616;ἥκιστα τοὐμὸν λ. ἔφυ τυραννικόν E.Med. 348
;ἐς τὸ κέρδος λ. ἔχων ἀνειμένον Id.Heracl.3
, cf. 199, Alc. 981 (lyr.), Ba. 1000 (lyr.).II temper of mind, spirit, either,1 in good sense, courage, resolution,εὔτολμον ψυχῆς λ. Simon.140
;γενναῖον λ. Pi.P. 8.45
, cf. N.1.57; αἴθων λ. fiery in courage, A.Th. 448;δύο λήμασιν ἴσους Ἀτρεΐδας Id.Ag. 122
(lyr.); τοξουλκῷ λήματι πιστοί relying on their archer spirit, Id.Pers.55 (anap.);ἀρείφατον λ. Id.Fr. 147
;πέτρας τὸ λ. κἀδάμαντος E.Cyc. 596
;λ. οὐκ ἄτολμον Ar.Nu. 457
(lyr.);καθ' Ἡρακλέα.. τὸ λ. ἔχων Id.Ra. 463
; or,2 in bad sense, insolence, arrogance, audacity,ὅσον λ. ἔχων ἀφίκου S.OC 877
(lyr.); ὦ λῆμ' ἀναιδές ib. 960;δῆλον.. τἀνθρώπου' στι τὸ λῆμα Ar.Nu. 1350
(lyr.).— Poet. word, also used in [dialect] Ion. Prose, in signf. spirit, courage,ἔργα χειρῶν τε καὶ λήματος Hdt.5.72
; λήματος πλέος ib. 111, cf. 7.99, 9.62: and in late Prose, as D.S.2.58 (pl.), J.BJ3.10.4, Luc.Dem.Enc.50, etc.; defined by Andronic.Pass.p.575 M. -
5 φρόνημα
A mind, spirit,ἔστ' ἂν Διὸς φ. λωφήσῃ χόλου A.Pr. 378
;Αἰσχύλου φ. ἔχων Telecl.14
; with limiting epithets,φ. δύσθεον A.Ch. 191
; ὑπέρτολμον ib. 595(lyr.); ; ;τυραννικόν Id.R. 573b
, X. Lac.15.8: pl., Hdt.9.54.2 thought, purpose, will,φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φ. S.Ant. 354
(lyr.); ψυχὴ καὶ φ. καὶ γνώμη ib. 176, cf. 207; τὸ φ. τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος, Ep.Rom.8.6: freq. in pl., καρτεροῖς φρονήμασι with stubborn thoughts, A.Pr. 209;ματαίων.. φρονημάτων ἡ γλῶσσ' ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος Id.Th. 438
;ἐμπέδοις φ. S.Ant. 169
; τὰ σκλήρ' ἄγαν φ. ib. 473;τὰ φ. ἀληθινὰ καὶ πάντῃ μεγάλα ἐκέκτηντο Pl.Criti. 120e
.II either in good or bad sense,1 high spirit, resolution, pride,τὸ Ἀθηναίων φ. Hdt.8.144
, cf. 9.7.β; ἀνδρί γε φ. ἔχοντι to a man of spirit, Th.2.43;φ. τε καὶ πίστις Arist. Pol. 1313b2
; φ. ἔχων ἐλεύθερον ib. 1314a3; courage, opp. δειλία, Jul. Or.2.59c (pl.);δουλοῖ τὸ φ. τὸ αἰφνίδιον Th.2.61
: c. [tense] fut. inf., ἐν φρονήματι ὄντες τῆς Πελοποννήσου ἡγήσεσθαι aspiring to be leaders of the P., Id.5.40: freq. in pl., high thoughts, proud designs,διασείσειν τὰ Ἀθηναίων φ. Hdt.6.109
, cf. 3.122, 125, 9.54;οὐ.. ξυμφέρει τοῖς ἄρχουσι φ. μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων Pl.Smp. 182c
, cf. 190b, Isoc. 6.89;Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φ. A.Pers. 828
;τῶν φ. ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων E.Heracl. 387
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρόνημα
-
6 ἐνοράω
Aἐνόψομαι Iamb. in Nic.p.38P.
: [tense] aor. ἐνεῖδον (q.v.): [tense] aor. 1 [voice] Pass.ἐνώφθην Theol.Ar.30
:—see, remark, observe something in a person or thing,τί τινι Th.3.30
, X.Cyr.1.4.27, etc.;τι ἔν τινι Hdt.1.89
, Th.1.95, Lys. 33.9 codd.; ἐν γὰρ τῷ οὐκ ἐνεώρα (sc. τὸ τυραννικόν) Hdt.3.53; : c. acc. et [tense] fut. part., ἐνεώρα τιμωρίην ἐσομένην he saw that vengeance would come, Hdt.1.123, al.: c. dat. pers. et part., .β':—[voice] Pass., Iamb. in Nic.p.43P.II look at, behold, Arist.Fr. 153;δεινὸν ἐ. τοῖς παισί Plu.Publ.6
;ἐνορῶντες ἐς ἀλλήλους δεινόν Paus.4.8.2
. -
7 ἐπίταγμα
A injunction, command, SIG22.6 (pl., Epist. Darei), etc.;τὸ ὑπὸ τοῦ νόμου ἐ. Pl.R. 359a
;ἐ. ἐπιτάξαι Aeschin.1.3
;ἐξ ἐπιταγμάτων And.3.11
;ἐξ ἐπιτάγματος D.19.185
; κατ' ἐπίταγμα, = κατ' ἐπιταγήν (cf.ἐπιταγή 2
), IG3.163,209;τυραννικὸν ἐ. Pl.Lg. 722e
, cf. Hyp.Dem.Fr.5, Arist.Pol. 1292a20 ; τὰ ἐ. the orders or demands of a courtesan, D.59.29.2 condition of a treaty, Plb. 1.31.5.3 Math., ποιεῖν τὸ ἐ. satisfy the required conditions, Archim.Sph.Cyl.1.2,al.b problem, τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐ. χρείαν ἔχοντα εἰς.. Id.Con.Sph.Praef.; subdivision of a problem, Papp.644.9, etc.4 tribute, Lyd.Mens.3.23 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίταγμα
См. также в других словарях:
τυραννικόν — τυραννικός of masc acc sg τυραννικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
моучителевъ — (8*) пр. к мѹчитель. 1.В 1 знач.: Ц(с)рьскихъ дѣтии мл҃тва. пещныи пламень прохлади. и ˫арость мч҃тлеву побѣди. КТур XII сп. XIV, 226 об.; законъ же ѥсть мч҃нью. заповѣдь сп҃сова. бѣгати гонень˫а ѹбо. а не вмѣтатисѧ в бѣды. ищемымъ крытисѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
моучительныи — (13) пр. 1.Мучительный, причиняющий муку: и ѹдиви(с) цр҃ь о гл҃ѣ дѣтища и ка(к)во есть мучт҃лно дѣло женьское раченье. (οἷόν ἐστι τυραννικόν) ЖВИ XIV–XV, 108г; мѹчительна˫а средн. мн. в роли с. Муки, пытки: ѡбличитсѧ тво˫а немощь. и с тѣмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
σύσσιτος — η, ο / σύσσιτος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, ον, Α αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.) αρχ. μέλος τού κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο τής… … Dictionary of Greek
τυραννικός — ή, ό / τυραννικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύραννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύραννο (α. «τυραννικό πολίτευμα» β. «ἐπὶ τήν τυραννικὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε τύραννο (α. «τυραννική διοίκηση» β. «τυραννικὸν… … Dictionary of Greek
Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам … Православная энциклопедия