Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τυν

См. также в других словарях:

  • τύν — Α τ. τής αντων. σύ* …   Dictionary of Greek

  • AHORI — Graecis Α῎ωροι, iuvenes dicti sunt, quos ante tempus mors im matura rapit, ut fructus qui acerbi adhuc et immites avelluntur. Babrius, Τὸν Ι῎τυν ἄωρον ενπεσόντα τῆς ζωῆς. Aliter πρόωροι, quod πρὸ ὥρας obeant; cum πρὸ μοίρας dicantur θανεῖν, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CEPOBOTRAS vel CEPROBOTAS — CEPOBOTRAS, vel CEPROBOTAS Graece Κηπροβότης, Rex Muziris, tempore Plinii, l. 6. c. 23. et Auxtoris Peripli, quorum hic, Η῾ δὲ Μούζιρις, inquit, βαςιλείας μὲν τῆς αὐτῆς, ἀκμἀζουςα δὲ τοῖς πλοίοις. Et ante, Βαςιλείας μέν ἐςτι ἡ μὲν Τυν´δις… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τυνδαρίδης — και δωρ. τ. Τυνδαρίδας, ὁ, και θηλ. τ. πατρων. Τυνδαρίς, ίδος, Α 1. το τέκνο τού Τυνδάρεω 2. στον πληθ. οἱ Τυνδαρίδαι τα παιδιά τού μυθικού αυτού βασιλιά, ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης 3. το θηλ. α) η κόρη του ίδιου βασιλιά, η Ελένη β) πόλη τής… …   Dictionary of Greek

  • κλιτύν — κλῑτύν , κλιτύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»