Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρῆς

См. также в других словарях:

  • τρής — Α (δωρ. τ.) βλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • τρῆς — τρέω flee from fear pres ind act 2nd sg (doric) τρέω flee from fear imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • ημιτρής — ἡμιτρής ῆτος, ὁ (Μ) ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τρης (< θ. τρη τού τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ τρη μαι), πρβλ. αμφι τρής] …   Dictionary of Greek

  • три — укр. три, др. русск. трие м., три ж., ср. р., ст. слав. трие м., три ж., ср. р. τρεῖς (Остром., Супр.), болг. три, сербохорв. три̑, словен. trijȇ м., trȋ ж., ср. р., др. чеш. třiе м., tři ж., ср. р., чеш. tři, слвц. tri, польск. trzy, в. луж …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Proto-Greek language — The Proto Greek language is the assumed last common ancestor of all known varieties of Greek, including Mycenaean, the classical Greek dialects (Attic Ionic, Aeolic, Doric and Northwest Greek), and ultimately Koine, Byzantine and modern Greek.… …   Wikipedia

  • Protogriechisch — Übersicht: Griechische Sprache (siehe auch: Griechisches Alphabet) Protogriechisch (ca. 2000 v. Chr.) Mykenisch (ca. 1600–1100 v. Chr.) Altgriechisch (ca. 800–300 v. Chr.) Dialekte: Äolisch, Arkadisch Kyprisch, Attisch, Dorisch, Ionis …   Deutsch Wikipedia

  • αμφιτρής — ἀμφιτρής ( ῆτος), ο, η, το (Α) [τετραίνω] 1. ο τρυπημένος από άκρη σε άκρη, διάτρητος 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) ἡ ἀμφιτρής (ενν. πέτρα) διάτρητος βράχος, σπηλιά με δύο εισόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τρης < ρίζα τρη , τέτρημαι τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ηλιολάτρης — ο, θηλ. ηλιολάτρισσα (Μ ἡλιολάτρης, θηλ. ἡλιολάτρις) αυτός που λατρεύει τον ήλιο ως θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λατρης (< λά τρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λά τρης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»