Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τρᾱνῶς

См. также в других словарях:

  • τρανώς — τρανῶς ΝΜΑ βλ. τρανός …   Dictionary of Greek

  • τρανῶς — τρᾱνῶς , τρανής clear adverbial (attic epic doric) τρᾱνῶς , τρανόω make clear pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… …   Dictionary of Greek

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»