-
1 τροποί
τροπόςtwisted leathern thong: masc nom /voc plτροπόωmake to turn: pres subj mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres ind mp 2nd sgτροπόωmake to turn: pres subj act 3rd sg -
2 τρόποι
τρόποςturn: masc nom /voc pl -
3 θερί-τροποι
θερί-τροποι τροπαί, Sommersonnenwende.
-
4 ἀρτί-τροποι
ἀρτί-τροποι, Aesch. Spt. 515, eben herangewachsene, mannbar gewordene Jungfrauen; Andere erkl. edelgesinnt; Andere wollen ἀρτίτροφοι ändern.
-
5 ἀλληλό-τροποι
ἀλληλό-τροποι φαντασίαι, gestaltvertauschendc Erscheinungen, Linus bei Stob. Ecl. Phys. I p. 282.
-
6 манера
-ы θ.1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•
резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•
у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.
|| συνήθεια•у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.
2. ύφος, στυλ•манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•
переменить -у αλλάζω το στυλ.
3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•
непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•
скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•
странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.
εκφρ.всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά. -
7 манера
манера ж 1) ο τρόπος, η τεχνοτροπία· \манера исполнения η τεχνοτροπία 2) мн.: \манераы οι τρόποι η συμπεριφορά (поведение)' хорошие (плохие) \манераы οι καλοί ( κακοί) τρόποι* * *ж1) ο τρόπος, η τεχνοτροπίαмане́ра исполне́ния — η τεχνοτροπία
2) мн.мане́ры — οι τρόποι; η συμπεριφορά ( поведение)
хоро́шие (плохи́е) мане́ры — οι καλοί (κακοί) τρόποι
-
8 τρόπος
τρόπος, ὁ, eigtl. Wendung, διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Her. 2, 108; gew. Art u. Weise, Gebrauch, Sitte, Landesart, und vom einzelnen Menschen, Lebens-, Sinn esart, Charakter, eigtl. die ganze Art, wie Einer sich zu wenden od. zu betragen pflegt; Pind. öfter: τὸν ἐγκώμιον ὀμφὶ τρόπον Ol. 11, 77; τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεται I. 5, 58; νεοσί. γαλον εὑρόντι τρόπον Ol. 3, 4, u. öfter; Her. vom Charakter des seythischen Winters, 4, 28 u. öfter; γυναικὸς ἐν τρόποις, Aesch. Ag. 892; φιλανϑρώπου δὲ παύεσϑαι τρόπο, Prom. 11. 28; τοὺς φιλάνορας τρόπους, Ag. 830; νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις, Soph. Ai. 723; τούτου τοῦ τρόπου εἰμί, von diesem Charakter, Ar. Plut. 246; ἐπιχώριος, 47; σκληρὸς τοὺς τρόπους, Pax 350; ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, 901; ὑπηρετεῖν τοῖς τρόποις τινός, Ran. 1428; οἶσϑα γάρ που τὸν ἄνδρα καὶ τὸν τρόπον αὐτοῦ, Plat. Phaed. 59 a; ὅσοι ἂν τοὺς παῖδας ϑρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποις καὶ νόμοις, Rep. VII, 541 a; βλέπων εἰς ἤϑη τε καὶ τρόπους, Legg. XI, 924 d, u. öfter. Gew. im plur. in der Bdtg Charakter, s. Krüger Xen. An. 1, 9, 22; ἡ ἀκακία τοῦ τρόπο, Dem. 59, 83; δι' ἀπληστίαν τρόπων, 24, 173; οἱ νόμοι οἱ τρόποι τῆς πόλεως, ib. 210; παρὰ τὸν ἄλλον τρόπον, gegen meinen sonstigen Charakter, Antipho 3 β 1. – Uebh. Art und Weise; τρόπῳ τοιῷδε, auf solche Weise, Her. 3, 68; οὐδενὶ τρόπῳ, auf keine Weise, 4, 111; ὅτῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 87; παντὶ τρόπῳ, auf alle Weise, Spt. 283; Soph. O. R. 10 u. oft, wie Folgde; Plat. Conv. 176 b; – τὸν αὐτὸν τρόπον, auf dieselbe Weise, Aesch. Spt. 628 Ch. 272; τίνα τρόπον; auf welche Weise? Dem. 1, 2; πάντα τρόπον, auf alle Weise, Her. 1, 189. 199 u. Folgde, wie Plat. Prot. 322 c; τοῦτον τὸν τρόπον, Conv. 199 a; – κατὰ τρόπον, nach rechter Art, methodisch, Pol. 3, 7, 6 u. a. Sp.; – auch τρόπον τινά, Plut. Lys. 13, gewissermaßen, wie Alexis bei Stob. fl. 115, 7. – In der Musik = Tonart, Λυδίῳ ἐν τρόπῳ, Pind. Ol. 14, 17; ähnl. φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπον, Aesch. Spt. 445; μουσικῆς τρόποι, Plat. Rep. IV, 424 c. – In der Rhetorik der umgewandte, uneigentliche, figürliche Ausdruck.
-
9 приличие
приличие с η ευπρέπεια, οι καλοί τρόποι· правила \приличиея οι κανόνες ευπρέπειας* соблюдать \приличиея τηρώ τους τύπους* * *сη ευπρέπεια, οι καλοί τρόποιпра́вила прили́чия — οι κανόνες ευπρέπειας
соблюда́ть прили́чия — τηρώ τους τύπους
-
10 приём
-а α.1. παραλαβή•приём заявлений παραλαβή αιτήσεων.
|| λήψη•приём лекарств λήψη φαρμάκων•
приём пищи λήψη τροφής.
|| πρόσληψη, εισδοχή•приём в партию πρόσληψη στο κόμμα.
2. υποδοχή•приём гостей υποδοχή φιλοξενούμενων•
дни -а μέρες δεξίωσης•
холодный приём ψυχρή υποδοχή•
устроить приём οργανώνω υποδοχή•
серд-чный приём εγκάρδια υποδοχή.
|| ακρόαση, επίσκεψη στο γιατρό. || δόση•лекарство в маленьких -ах φάρμακο σε μικρές δόσεις.
3. φορά•выпить в один приём πίνω μια φορά, μονοκοπανιά.
4. κίνηση, άσκηση•ружейные -ы ασκήσεις όπλου, οπλασκία•
гимнастические -ы γυμναστικές ασκήσεις.
|| τρόπος, μέθοδος•разные -ы лечения διάφοροι τρόποι θεραπείας.
5. πλθ. παλ. τρόποι συμπεριφοράς.(αθλτ.) τρόπος• λαβή (στην πάλη). -
11 τροπή
τροπή, ἡ, 1) die Wende, Kehre, das Umwenden, die Umkehr; τροπαὶ ἠελίοιο, die Sonnenwende, Od. 15, 404; Hes. O. 481. 566. 665; περὶ ἡλίου τροπάς, Thuc. 7, 16. 8, 39; man unterschied τροπαὶ ϑεριναί, Her. 2, 19, Plat. Legg. VI, 767 c, der auch XII, 945 d sagt μετὰ τροπὰς ἡλίου τὰς ἐκ ϑέρους εἰς χειμῶνα, u. χειμεριναί, Pol. 3, 72, 3, die auch βόρειοι u. νότιοι heißen, Sonnenwende des längsten und des kürzesten Tages, vgl. Voß Virg. Ecl. 7, 47. – 2) das Umkehren des Feindes, das Schlagen des Feindes in die Flucht; ἐν τροπῇ δορός, Soph. Ai. 1254, wie Eur. Rhes. 82; τῶν πολεμίων, Her. 1, 30; τροπήν τινος ποιεῖν u. ποιεῖσϑαι, Einen in die Flucht schlagen, Ar. Equ. 246; Pol. 1, 9, 8 u. öfter; aber auch die Flucht des Besiegten, Her. 7, 167; τῶν ἑωυτοῦ, das sich zur Flucht wenden. – 3) Wendung, Windung, πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου, Aesch. 3, 90; vgl. Luc. de morte Peregr. 1; Wechsel, Veränderung, αἱ τῶ αἶματος τροπαὶ καὶ ἀλλοιώσιες, Tim. Locr. 102 c; μάχης τροπή, Wendung, Entscheidung der Schlacht, Aesch. Ag. 1210; τροπὴ περὶ τὸν ἀέρα, Veränderung in der Luft, das Umschlagen des Wetters, Plut. de prim. frig. 3; τροπὴ λέξεως, Veränderung, Abwechselung der Rede durch Redefiguren, τρόποι, Luc. Dem. enc. 6. – Im plur. αἱ τροπαί, Wechselwinde, wie τροπαῖαι. – [Bei Hes. ist in der Vrbdg μετὰ τροπὰς ἠελίοιο die Endung ας nach dorischer Weise kurz gebraucht]
-
12 δόλος
δόλος, ὁ (vgl. δέλος, δείλατα, δέλεαρ u. Lat. dolus). 1) Köder, Lockspeise, für Fische Od. 12, 252; jedes Mittel, um Einen zubetrügen u. zu fangen wie das trojanische Pferd, Odyss. 8, 494 ἵππου δουρατέου, ὅν ποτ' ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς, Aristarch u. Aristophanes Byz. lasen δόλῳ, s. Scholl. Didym.; die Fesseln, in denen Hephästus den Ares fängt, 8, 276; Batrach. 116 ist ξύλινος δ. die Mausefalle. – 2) übh. List, listiger Anschlag; Hom. u. Folgde; καὶ μήδεα Il. 3, 702; πολυμηχανίη τε Od. 23, 321; καὶ μηχαναί Plat. Rep. VIII, 548 a; Ggstz ist offene Gewalt, δόλῳ ἠὲ βίηφιν Od. 9, 406; ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε Il. 7, 142; κατ' ἰσχύν Aesch. Prom. 213; πρὸς βίαν Soph. Phil. 91; den ἁπλοῖ τρόποι entgeggstzt Ar. Plut. 1159; – ähnl. in Prosa.
-
13 ξηρός
ξηρός (vgl. ξερός, σχερός, χέρσος), trocken, dürr; γαῖα, Eur. Phoen. 1159, u. so oft vom Lande; ξηροῖς ἀκλαύστοις ὄμμασι, Aesch. Spt. 678; κομίζων ξηρὸν ἐκ πόντου πόδα, Eur. Andr. 1260; ἄνεμος, Ar. Nubb. 403 (vgl. Her. 2, 26); übertr., τρόποι, Vesp. 1452; von einem ausgetrockneten Flusse, Her. 5, 45; τὸ ξηρὸν τοῦ ποταμοῠ, eine trockne Stelle im Flusse, Xen. Cyr. 7, 5, 18; ἐξέωσαν εἰς τὸ ξηρὸν τὰς ναῦς, Thuc. 8, 105; Ggstz ὑγρός, Plat. Phaed. 86 b u. öfter; ὕλη αὔη καὶ ξηρά, Legg. VI, 761 c; ξηρότερον, Phil. 25 c; Folgde; ἡ ξηρά, sc. γῆ, das trockne, feste Land, Xen. Oec. 19, 7; N. T. u. a. Sp. – Von der Stimme, rauh, heiser, Sp. – Uebh. leer, nichtig, trocken; πικροὶ καὶ ξηροὶ πρόκυνες heißen die Grammatiker Antiphan. 5 (XI, 322); ἐπὶ ξηροῖς καϑίζειν τινά, aufs Trockne setzen, ihn um alles das Seinige bringen, Theocr. 1, 51; erschöpft, 24, 60.
-
14 αὐθ-άδης
αὐθ-άδης, ες (ἥδομαι), selbstgefällig, anmaßend, eigenmächtig, τρόποι αὐϑάδεις καὶ χαλεπ οί Plat. Legg. XII, 950 b u. öfter; vgl. Isocr. 1, 15, wo αὐϑ. διὰ τὸ σκυϑρωπόν dem φρόνιμος entgegensteht; bei Xen. Cyn. 6, 25 steht ein αὐϑ. κύων dem φιλάνϑρωπος entgegen; Aesch. setzt αὐϑάδης φρενῶν dem ταπεινός gegenüber, Prom. 909. Uebh. rücksichtslos, grausam, σφηνὸς γνάϑος αὐϑάδης, die dem Prometheus durch die Brust getriebene Keilspitze, Aesch. Prom. 64; τὸ αὔϑαδες τῆς φύσεως, Rohheit, Pol. 4, 21. – Adv. αὐϑάδως Ar. Ran. 1016; Plut. Thes. 1; αὐϑαδέστερον ἀπεκρίνατο Thuc. 8, 84.
-
15 ὀρθρο-φοιτο
ὀρθρο-φοιτο- σῡκοφαντο-δικο-ταλαίπωροι τρόποι, Ar. Vesp. 505, die Art derer, die früh aufstehen, um sich als Sykophanten in Processen abzumühen.
-
16 ἁπλόος
ἁπλόος, όη, όον, zsgzg. ἁπλοῦς, ῆ, οῦν, einfach; τὸ βλάβος ἁπλοῦν ἀποτίνειν Plat. Legg. IX, 879 b; πεζῷ μὲν ἁπλοῠν, ἱππεῖ δὲ διπλοῦν Xen. Cyr. 4, 5, 41; Ggstz ποικίλος Plat. Theaet. 146 d; πολυειδές Phaedr. 270 d. Bes. μῠϑος, Eur. Rhes. 84; διήγησις Plat. Rep. III, 392 b; λόγος, z. B. Ar. Ach. 1117; Xen. An. 5, 8, 18, eine einfache Rede ohne Umschweif; von Menschen, einfach, schlicht, offen, Xen. Cyr. 3, 1. 32; καὶ ἀληϑής Plat. Legg. V, 738 e; καὶ γενναῖος Rep. II, 361 b; κατὰ τὸ ἀληϑὲς καὶ τὸ ἁπλοῦν, ταὐτὸν γάρ ἐστιν Crat. 405 c; ἁπλᾶ καὶ σαφῆ λέγειν Alexis Ath. X, 449 e; Ggstz πονηρός, vom Auge, Matth. 6, 22. So stehen ἁπλοῖ τρόποι dem δόλος entgegen, Ar. Pl. 1158; Sp. auch einfältig, dumm; vom Wege, gerade, kurz, Plat. Phaed. 108 a; Xen. Cyr. 1, 3, 4; von Behauptungen, ausgemacht, allgemein gültig, εἰ ἦν ἁπλοῦν – τὸ μανίαν κακὸν εἶναι Plat. Phaedr. 244 a; vgl. Conv. 260 a. Comp., ἁπλούστερος, ἁπλούστατος, Xen. Mem. 4, 2, 16 u. ib. 40; ion. ἁπλοώτερος.
-
17 ἰδέα
ἰδέα, ἡ, ion. ἰδέη (ἰδεῖν), Ansehen, Gestalt, übh. die äußere Erscheinung; ἰδέᾳ καλὁν Pind. Ol. 11, 108; τὰ δ' ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰδέαν ἔχοντά σοι; Eur. Bacch. 464; πολλάκι γὰρ γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, der Schein täuscht, Theogn. 128; ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀϑανάτας ἰδέας ἐπιδώμεϑα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν Ar. Nubb. 289; τὴν ἰδέαν μοχϑηρός, von abscheulichem Aussehen, Andoc. 1, 100; τὴν ἰδέαν πάνυ καλός Plat. Prot. 315 e; παντοδαπὰ καὶ τὰς ἰδέας καὶ τὰ μεγέϑη Phaed. 109 b; τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Charm. 158 a; τῆς γῆς Phaed. 108 d; πλάττε μίαν ἰδέαν ϑηρίου Rep. IX, 588 c; Sp., τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἄμεμπτος Plut. Pericl. 3. – Uebh. die Art u. Weise, die Beschaffenheit, das Wesen; ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Ar. Ran. 384; τίς ἰδέα βουλήματος Av. 993; φρέαρ παρέχεται τριφασίας ἰδέας, drei verschiedene Arten von Dingen, Her. 6, 119; ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, sie hatten zweierlei Meinungen, 6, 100; φυγῆς, πολέμων, Thuc. 1, 109. 3, 112; τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ 2, 62; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες, jede Art u. Weise, jede Maaßregel versuchend, 3, 19; bei Isocr. 4, 7 entspricht διὰ μιᾶς ἰδέας dem τὸν αὐτὸν τρόπον, wie ἰδέαι λόγων den τρόποι, vgl. 7, 34, wo er von σεμνυνόμενοι u. ἀστεῖοι gesprochen u. fortfährt δεῖ δὲ χρῆσϑαι ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις ταύταις; 3, 44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰδέαις ἁπάσας, ἀλλὰ τὴν μὲν δικαιοσύνην ἐν ταῖς ἀπορίαις, τὴν δὲ σωφροσύνην ἐν ταῖς δυναστείαις, in denselben Lebensverhältnissen, Umständen; εἴπερ μέρη τε μὴ ἔχει καὶ μία ἐστὶν ἰδέα Plat. Theaet. 205 d; ἁπλοῦν τε εἶναι καὶ ἥκιστα τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Rep. II, 380 d, vgl. Crat. 439 e; im philosophischen Sinne, Urbild, Idee, das gedachte Ding im Ggstz des sinnlich wahrgenommenen, wobei aber immer an eine geistige Gestalt, die der Begriff annimmt u. die für den Geist gewissermaßen sinnlich wahrnehmbar ist, zu denken; ἡ τοῦ ἀγαϑοῦ ἰδέα Rep. III, 505 a, vgl. 508 e; Soph. 253 d μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν πάντη διατεταμένην ἱκανῶς διαισϑάνεται; vgl. Plut. plac. phil. 1, 10.
-
18 ἦθος
ἦθος, τό (vgl. ἔϑος), 1) der gewohnte Aufenthalt, Wohnsitz, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤϑεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤϑεα κοιμηϑῆναι Od. 14, 411, also Stall, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον ζῷον εἰς τὰ ἤϑεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤϑεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχϑέντες ἀνδρῶν ἤϑεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., Κιμμέριοι ἐξ ἠϑέων ὑπὸ Σκυϑέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤϑεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος ϑεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤϑη Hel. 281; sp. D., ἤϑεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω εἰς τὰ ἤϑεα τὰ αὑτοῦ, An. 5, 20, 6; ἔνϑα φίλα τὰ ἤϑη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῠ κατὰ τρόπον ἤϑει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤϑεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηϑείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) Gewohnheit, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤϑη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; ἦϑος ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευϑεν ἤϑη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤϑεα καὶ κέαρ ἀπαράμυϑον Prom. 184; ὦ μιαρὸν ἦϑος Soph. Ant. 742; παιδεύειν ἦϑος Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤϑη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤϑεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς ἦϑος Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤϑεσι παιδευϑέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ ἦϑος, mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; φιλόπολις τὸ ἦϑος Thuc. bei Poll. 9, 26; βελτίων τὸ ἦϑος Dem. 20, 14; ἀσϑενὴς τὸ ἦϑος Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤϑει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤϑη, Ath. VI, 260 d, κράτιστος τὰ ἤϑη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤϑεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤϑη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤϑει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤϑη, Ath. I, 1 e. – Vgl. ἔϑος; Plat. vrbdt τρόπων ἤϑεσι καὶ ἔϑεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤϑη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ ἦϑος Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von πάϑος. S. die compp.
-
19 απλοος
I.стяж. ἁπλοῦς 31) простой, одиночный, в один ряд(τεῖχος Thuc.)
2) простой, незначительный(οὐκ εἰς ἁπλοῦν φέρειν, ἀλλ΄ ἐς μέγιστον Soph.)
3) один, единственный(λύπη Eur.)
4) простой, незатейливый, безыскусственный(μῦθος Aesch.; λόγος Eur., Arph.; διήγησις Plat.)
5) простой, прямой(κέλευθος Pind.; οἶμος Plat.)
6) простой, открытый, честный(ἔπη Aesch.; τρόποι Eur., Arph.; πόλεμος Plut.)
7) простой, грубый, примитивный(ἁπλουστάτοις χρῆσθαι βίοις Polyb.; νόμοι ἁπλοῖ καὴ βαρβαρικοί Arst.)
8) простоватый, простодушный(κριτής Arst.; ἁπλοὺς ἡγοῦνται τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας Isocr.)
9) простой, не составной, не сложный(σώματα, χρώματα, ὀνόματα Arst.)
10) чистый, настоящий, подлинный(συμφορα Lys.; δημοκρατία Arst.)
11) общий, приблизительныйαἰτία:
ἢ ἀκριβέστεραι ἢ ἁπλούστεραι Arst. — более или менее точно определенные причиныII.стяж. ἄπλους 21) неудобный для плавания, несудоходный(θάλαττα Dem., Plut.; πόντος Polyb.)
2) непригодный для мореплавания, неисправный(νῆες Thuc.)
-
20 ασυλλογιστος
21) неисчислимый, непостижимый(πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
2) неразумный, безрассудный(παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
3) непоследовательный, нелогичный(λόγοι, τρόποι Arst.)
См. также в других словарях:
τροποί — τροπός twisted leathern thong masc nom/voc pl τροπόω make to turn pres subj mp 2nd sg τροπόω make to turn pres ind mp 2nd sg τροπόω make to turn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόποι — τρόπος turn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek