Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τρυγήτρια

См. также в других словарях:

  • τρυγήτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγήτρια — η, ΝΑ βλ. τρυγητής …   Dictionary of Greek

  • τρυγήτριαι — τρυγήτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητής — Άλλη ονομασία του Σεπτεμβρίου, μήνα στον οποίο γίνεται η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος. Ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους αρχαίους Ρωμαίους στον θεό Ήφαιστο, προς τιμήν του οποίου γιόρταζαν τα Βουλκανάλια. Ανάλογη γιορτή είχαν και οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»