Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τροπ-όω

См. также в других словарях:

  • ανάκατα — τροπ. επίρρ., άτακτα, άνω κάτω: Ανάκατα τα έβαλες τα βιβλία και δε βρίσκω άκρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… …   Dictionary of Greek

  • προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… …   Dictionary of Greek

  • πως — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α (εγκλιτ. τροπ. επίρρ.) 1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως 2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» κατά κάποιον άλλο τρόπο αρχ. 1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.) 2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια …   Dictionary of Greek

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξεπίτηδες — επίρρ. τροπ., επίτηδες, σκόπιμα, από πρόθεση, για κάποιο σκοπό. ξεπίτηδες επίρρ. τροπ., σκόπιμα: Ξεπίτηδες το είπε, για να με πειράξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • BRUMA seu BROMA — feftus dies Romanorum, 8. Kal. Decembr. celebrari solitus, cuius origmem cum nonnulli ad Bromium, i. e. Bacchum, referant; alii probabilius a Bruma, seu hieme, quâ festum eiusmodi celebrabatur, arcessunt. Veteres enim Graeci ut habet Scaliger de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»