-
1 τροπόω
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr. 11 A40 (ii B. C.):—so in [voice] Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.------------------------------------A furnish the oar with its thong, in [voice] Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers. 376;τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87
:—[voice] Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach. 553, Luc.Cat.1. -
2 τρόπαιον
A trophy, i. e. a monument of the enemy's defeat (τροπή 11
), usu. made of wood (D.S.13.24), but sts. of bronze (Plu.Alc.29), or stone (Paus.1.33.2);τ. στῆσαι Th.2.92
, etc.: freq. with gen.,στῆσαι τροπαῖα τῶν κακῶν E. Or. 713
;τ. αὐτοῦ στήσομαι Id.Andr. 763
; ὅταν τροπαῖα πολεμίων στήσῃ στρατός ib. 694;τ. ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl. 453
;τροπαῖα τῶν πολεμίων ἀποδεῖξαι And.1.147
;ἔστησαν τ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τῶν βαρβάρων Lys.2.25
, cf. X.An.7.6.36; also θήσειν τροπαῖα, θράσους θέσθαι τροπαῖον, A.Th. 277, Ar.Lys. 318;τροπαῖ' ἱδρύεται E.Heracl. 786
; τ. πῶς ἀναστήσεις Διί; Id.Ph. 572;τ. ἐγεῖραι Luc.Dem. Enc.40
;νίκης τ. S.Tr. 751
; στῆσαι τ. τῆς τροπῆς, τῆς ἱππομαχίας, for, in memory of.., Th.2.92, 6.98; so ;χορῶν.. νίκης ἔστησε τροπαῖα Ar.Eq. 521
(anap.); so στῆσαι τροπαῖα κατὰ or ἀπὸ τῶν πολεμίων, Lys.18.3, Aeschin.3.156, cf. Isoc. 5.148, D. 20.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόπαιον
-
3 τροπαῖος
II of or for defeat (τροπή 11
), τροπαῖά τ' ἐχθρῶν καὶ πόλει σωτήρια (sc. σφάγια) E.Heracl. 402; Ζεὺς Τ., as giver of victory, S.Ant. 143 (anap.), Tr. 303, E.Heracl. 867, IG22.1028.27; hence στήσαιεν Ζηνὶ τροπαῖον ἕδος ib.2.2717.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπαῖος
-
4 τροπή
A turn, turning:a ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο apparently denotes a point on the horizon, prob. the West or place where the sum sets (so Eust.1787.20), Od.15.404.b each of two fixed points in the solar year, the solstices, first in Hes., at the time of the (winter) solstice, Op. ; μετὰ τροπὰς ἠελ. ib.564,663 (with [dialect] Dor. acc. pl. in - ᾰς); πεδὰ τὰς τροπάς Alcm.33.5
:—later the two solstices were distinguished as τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt.2.19, Th.7.16, Pl.Lg. 767c, Arist. HA 542b4 sqq., Gal.6.405, etc. (rarely in sg.,τροπὴ θερινή Arist.Mete. 364b2
, Gem.1.13; τ. χειμερινή ib.15);τροπαὶ νότιοι Arist.HA 542b11
; τ. βόρειοι, νότιοι, Plu.2.601a:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, but the sense is always determined by the context, v. Hes. ll. cc.; περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάς) Th.8.39;εὐθὺς ἐκ τροπῶν Arist.HA 542b20
:—sts. also of other heavenly bodies, Pl.Ti. 39d;περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς Arist.HA 542b23
, etc.;ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς Alex.30.5
;τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων Arist.Cael. 296b4
;τροπαὶ ἡλίου καὶ σελήνης Epicur.Ep.2p.40U.
:—sts. four in number (the two equinoxes and two solstices), S.E.M.5.11, Gal.17(1).22; so (on a sun-dial)θερινὴ τ., ἰσημερινὴ τ., χειμερινὴ τ., Ἀρχ.Δελτ. 12.236
([place name] Samos).2 turn, change, Arist.Pol. 1316a17;πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; τ. πρὸς τὸ βέλτιον turn for the better, Phld.Rh.2.25S.;ὀξυτέρας τρεπόμενος τ. τοῦ χαμαιλέοντος Plu.Alc.23
;αἱ τοῦ κόλακος ὥσπερ πολύποδος τ. Id.2.52f
;αἱ τῶ αἵματος τ. καὶ ἀλλοιώσιες Ti.Locr.102c
; αἱ περὶ τὸν ἀέρα τ. changes in the air or weather, Plu.2.946f; of wine, a turning sour, ib.939f (cf. τροπίας); going bad, of food,τ. καὶ διαφθορὰ τῶν παρακειμένων Gal.19.208
; of phonetic change in language, A.D. Adv.210.4, Hdn.Gr.2.932.3 τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes ([etym.] τρόποι), Luc.Dem.Enc.6, cf. Hermog.Inv.4.10, al.4 αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, alternating winds, Arist.Pr. 940b16, 21, Thphr.CP2.3.1, Vent.26.II the turning about of the enemy, putting to flight or routing him, τροπήν (or τροπάς) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι put one to flight, Hdt.1.30, Ar.Eq. 246 (troch.), Th.2.19, 6.69, etc.; οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως θείμην ( θείην codd.) E.Heracl. 743;τροπὴ γινομένη Hdt.7.167
, cf. Th.1.49,50, etc.: poet.,ἐν μάχης τροπῇ A.Ag. 1237
; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, S.Aj. 1275, E.Rh.82.IV a coin, Hsch.; cf. τροπαϊκόν. -
5 τροπήϊον
A press, Hippon.57; cf. τραπέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπήϊον
-
6 τρόπηλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόπηλις
-
7 τρόπηξ
-
8 τροπίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπίας
-
9 τροπιδεῖον
τροπ-ῐδεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπιδεῖον
-
10 τροπίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπίζω
-
11 τροπικός
A of the solstice, ὁ τ. (sc. κύκλος ) the tropic or solstice as marked on the sphere, Arist.Mete. 343a14 (with κύκλος, Jul.Or.4.147c); τ. χειμερινός, θερινός, Porph.Antr.21;ζῶναι Placit.3.11.4
; οἱ τ. (sc. κύκλοι) Arist.Mete. 345a6, 346a14, al., cf. Arat. 528, Plu.2.429f; τὰ τ. ζῴδια the signs of the zodiac in which the solstices and the equinoxes are situated, S.E.M.5.6; soτ. ζῷα Man.2.382
; and abs.,τροπικά Id.3.41
, 6.359; but used of Cancer and Capricorn only, opp. ἰσημερινά (Aries and Libra), Ptol.Tetr.31, etc.II Rhet., tropical, figurative, τ. λέξις a figurative expression, D.H.Th.23, etc.;τὸ ποιητικὸν καὶ τ. Phld.Rh.1.157
S.;αἱ τ.
tropes,Longin.
32.6. Adv.- κῶς Phld.Rh.1.154
S., Ath.3.76c.2 in Stoic Logic τροπικόν = συνημμένον ἢ διεζευγμένον ἀξίωμα (v.συνάπτω A. 111.3
, ), Stoic.2.77, al., Arr Epict.1.29.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπικός
-
12 τρόπις
τρόπ-ις, ἡ, gen.Aτρόπεως Placit.2.4.15
, Hdn.Epim. 135; [dialect] Ion. gen.τρόπιος Od. 19.278
, Hdt.2.96;τρόπιδος EM811.21
; dat.τρόπιδι A.R. 1.388
; acc.τρόπιν Hippon.50
, Orph.A. 271: pl. τρόπεις, dat.τρόπισι D.C.48.38
: ([etym.] τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.;τ. νεός Od.7.252
, 19.278;πλοίου τ. Arist.Metaph. 1013a5
; and poet. ship, S.Fr. 143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph.,λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30
. -
13 τροπωτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπωτήρ
-
14 αὐδά
1 voice, song ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (sc. Χρόμιος) N. 9.4παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδ[έον]τιγλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
]ος αὐδάν Pae. 4.3
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
μελίφρονι αὐδ[ᾷ (sc. of the Keledones, q. v.: “hiatus notabilis” Snell) Pae. 8.78 -
15 γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)1 sweeta of persons.γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
cf. O. 6.91 —b of things.ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94
γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44
γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7
παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75c of thoughts, feelings.χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48d fragg. ]μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3
]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4. -
16 κελαδέω
κελᾰδέω (κελαδέοντι,- -έοντι; -έων; -εῖν: fut. -ήσω, -ήσομεν: aor. -ησε, -ήσαθ, -ησαν; -ήσετ(ε) subj. coni.; -ῆσαι, -έσαι coni.: med. fut. - ησόμεθα.)a hymn c. acc.κελαδεῖν Κρόνου παῖδ O. 1.9
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ὄτρυνον νῦν ἑταίρους πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι O. 6.88
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.10εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
c. dupl. acc., καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντὰν (cf. P. 11.10: i. e. as a victory blessing. v. ἐπωνύμιος) O. 10.79ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι I. 1.54
b abs.ἀναβάσομαι στόλον ἀμφἀρετᾷ κελαδέων P. 2.63
, cf. P. 2.15c c. cogn. acc., singκόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14
Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.58
θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Br. Keil: v. E. Fränkel, K. Z., 1909, 258; Schwyz., 1. 753: κελαδῆσαι codd.: κελαδέμεν Er. Schmid) I. 5.48ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.62
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδ[έον]τι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17
κελαδ[ήσαθ ὕμ]νους (supp. Snell e v. l. ap. Σ.) Πα. 7B. 10. ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον ]κελαδησατ[ Θρ. 5a. 3 = b. 7.d of the song itself, κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων resound P. 2.15 ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων celebrating N. 3.66 -
17 τρόπος
τρόπος (-ος, -ῳ, -ον, -οις.)a way, manner, method κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (i. e. of training) O. 8.63ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.14
ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν fr. 7. acc. pro adv.,τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58
b fashion, musical styleΜοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ ἀγλαόκωμον O. 3.4
ἀείδετοδὲ πὰν τέμενος τερπναῖσι θαλίαις τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
Λυδῷ γὰρ Ἀσώπιχον ἐν τρόπῳ ἐν μελεταῖς τ' ἀείδων ἔμολον (ἐν post Ἀσώπιχον del. Schr.) O. 14.17 παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (supp. Snell: [νόμ]ον G—H: τὴν ᾠδήν Σ.) Πα. 2. 1. ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.*cII pl., manners i. e. way of life.Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι P. 10.38
-
18 χάλκεος
1 of bronze “ πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76χαλκέοισι δ ἐν ἔντεσι O. 4.22
τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα Φάλαριν P. 1.95
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς P. 4.226
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
χαλκέοις σὺν ὅπλοις N. 1.51
χαλκέοις ὅπλοισιν N. 9.22
ἐν χαλκέοις ὅπλοις N. 10.14
χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ N. 10.60
χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (i. e. of bronze weapons and armour) I. 8.25 χάλκεοι μὲν τοῖχοι χάλκ[εαί] θ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν (of the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.68 of heaven (cf. χαλκόπεδος),ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3
of Ares, cf. I. 8.25,χάλκεος Ἄρης O. 10.15
χαλ-κέῳ τ' Ἄρει ἅδον I. 4.15
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos, in honour of Hera, where the prize was a bronze shield, cf. O. 7.83) N. 10.22 παρθένοι χαλ[κέᾳ] κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (i. e. ringing like bronze) Pae. 2.100 frag. ]υ πόλιν χαλκεᾳ[ Pae. 14.26
-
19 τοπικός
A of or for place, in respect to place, ὕλη τ., = κατὰ τόπον κινητή, Arist. Metaph. 1042b6. Adv.- κῶς Peripl.M.Rubr.5
, al., Plu.2.424e.2 local,φυλαί D.H.4.14
;ἄνεμοι Antyll.
ap. Orib.9.9.1; τ. δυναστεία local influence, PRyl,114.16 (iii A. D.);τ. βία PFlor.58.8
(iii A. D.); of local make, ([place name] Patara). Adv. - κῶς in the local dialect, opp. συνήθως, Sch.Th.Oxy.853 xiii 3.3 of medicines and medical treatment or ailments, to be applied locally, topical, Sor.2.15, Gal.12.383;τ. συγκίνησις Sor.1.46
( τροπ- cod.); τ. ἕλκος, πόνος, Id.2.36, Fract.15;τ. διάθεσις Gal.16.710
. Adv.- κῶς Ruf.Anat.30
, Sor.1.102.4 τ. ἐπίρρημα adverb of place, D.T.641.32, A.D.Conj.243.29.II concerning τόποι or common-places, Arist.Rh. 1396b21; he wrote a treatise τὰ τοπικά, being (as he says) the method or theory of drawing conclusionsἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.Stat.6
;- ώτεροι λόγοι Id.Id.2.11
. Adv.- κῶς Id.Stat.3
,12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοπικός
-
20 ψοφέω
A , etc.:—sound, make a noise (opp. φωνέω, Arist.de An. 420b30, HA 535b3), E.Or. 137;ψοφεῖ ἀρβύλη Id.Ba. 638
(troch.);πύλαι ψοφοῦσι Id.HF78
(v. infr. 11); ψοφεῖ λάλον τι, like a cracked pot, Ar. Ach. 933 (lyr.);ἐψόφησεν ἄμπελος Id. Pax 612
(troch.); ἐψόφει.. οὐκ οἶδ' ἅττα ib. 1152 (troch.); ;ποταμοὶ ψοφοῦντες Pl.R. 396b
; of a bell, Str. 14.2.21: c. acc. cogn., [ἡ χαλκὶς] ψοφεῖ οἷον συριγμόν Arist.HA 535b19
; ψ. ψόφον ib. b13.2 esp. of an empty noise,πάντα γάρ τοι τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ S.Fr.61
;κόμποι ψοφοῦσιν Alex.25.9
;μέγα ψοφέουσαν ἀοιδήν Call.Aet.Oxy.2079.19
(cf. Fr. 165).II c. acc., ψοφεῖν τὰς θύρας knock at the door inside to show that one is coming out (opp. κόπτειν or κρούειν knock at the outside),τὴν θύραν ψοφεῖ τις ἐξιών Men.Pk. 126
, cf. Epit. 454;ἐψόφηκε προϊὼν τὴν θύραν Id.Sam. 324
, cf. Luc.Sol.9; but the two words are sts. used indiscriminately, cf. Plu.Publ.20; also of the door (intr.), τί αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν why they were heard to open, Lys.1.14, cf. 17, Men.Sam. 222;ἐψόφηκεν ἡ θ. Com.Adesp.21.1
D.;ἐψόφηκε ῥόπαλον CIG5149b
([place name] Cyrene).III intr., κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε perh. = you will perish, come to a bad end, S.Ichn.162: cf.διαφωνέω 3b
.IV = μαστιγόω, ἐξουσίαν ἐχέτω.. ἐπιτειμέων τρόπ [ῳ ᾧ κα θέλῃ καὶ ψο]φέων καὶ διδέ[ων] καὶ πωλέων Supp.Epigr.2.307 (Delph.); ἐπιτιμέουσα καὶ ψοφευσασα (sic lapis; leg. ψοφεῦσα)καὶ διδέουσα κτλ. Delph.3(2).131
(i B. C.); cf. μαστιγοῦσαι replacing ψοφέουσαι in the same formula, GDI2324 (Delph.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανάκατα — τροπ. επίρρ., άτακτα, άνω κάτω: Ανάκατα τα έβαλες τα βιβλία και δε βρίσκω άκρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… … Dictionary of Greek
προτροπάδην — ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ τροπ τού προ τρέπω (πρβλ. προ… … Dictionary of Greek
πως — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α (εγκλιτ. τροπ. επίρρ.) 1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως 2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» κατά κάποιον άλλο τρόπο αρχ. 1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.) 2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek
(ε)ξεπίτηδες — επίρρ. τροπ., επίτηδες, σκόπιμα, από πρόθεση, για κάποιο σκοπό. ξεπίτηδες επίρρ. τροπ., σκόπιμα: Ξεπίτηδες το είπε, για να με πειράξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
BRUMA seu BROMA — feftus dies Romanorum, 8. Kal. Decembr. celebrari solitus, cuius origmem cum nonnulli ad Bromium, i. e. Bacchum, referant; alii probabilius a Bruma, seu hieme, quâ festum eiusmodi celebrabatur, arcessunt. Veteres enim Graeci ut habet Scaliger de… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek