-
1 τρόπις
τρόπ-ις, ἡ, gen.Aτρόπεως Placit.2.4.15
, Hdn.Epim. 135; [dialect] Ion. gen.τρόπιος Od. 19.278
, Hdt.2.96;τρόπιδος EM811.21
; dat.τρόπιδι A.R. 1.388
; acc.τρόπιν Hippon.50
, Orph.A. 271: pl. τρόπεις, dat.τρόπισι D.C.48.38
: ([etym.] τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.;τ. νεός Od.7.252
, 19.278;πλοίου τ. Arist.Metaph. 1013a5
; and poet. ship, S.Fr. 143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph.,λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30
.
См. также в других словарях:
ήτα Τρόπιδος — (Αστρον.). Απομακρυσμένος αστέρας στον αστερισμό της Τρόπιδος. Είναι ένας ανώμαλος μεταβλητός τύπου καινοφανή, με ιδιόρρυθμο φασματικό τύπο και με μεγάλες μεταβολές στο μέγεθος σε πολύ ακανόνιστες περιόδους. Από το 1835 έως το 1845 αποτελούσε τον … Dictionary of Greek
ευστάθεια — Στη ναυτική ορολογία είναι η ικανότητα ενός πλωτού μέσου ή σώματος που έχει καταδυθεί να επανέρχεται στην κανονική θέση ισορροπίας του όταν απομακρυνθεί από αυτή για μια οποιαδήποτε αιτία, όπως, για παράδειγμα, τα κύματα, οι μεταβολές και… … Dictionary of Greek