-
1 τροπωτήρ
τροπωτήρmasc nom sg -
2 τροπωτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπωτήρ
-
3 τροπωτήρων
τροπωτήρmasc gen pl -
4 τροπωτήρα
-
5 τροπωτῆρα
-
6 τροπωτήρας
-
7 τροπωτῆρας
-
8 τροπωτήρες
-
9 τροπωτῆρες
-
10 τροπωτήρι
-
11 τροπωτῆρι
-
12 τροπωτήρος
-
13 τροπωτῆρος
-
14 τροπωτήρσι
-
15 τροπωτῆρσι
-
16 τροπωτήρσιν
-
17 τροπωτῆρσιν
-
18 κωπητήρ
A = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπητήρ
-
19 πήχυιος
A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος ' but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πήχυιος
-
20 σκαλμός
σκαλμός, ὁ,A pin or thole to which the Greek oar was fastened by the τροπωτήρ, h.Hom.7.42, A.Pers. 376, E.Hel. 1598, IT 1347;ὑπομόχλιον ὁ σ. γίνεται Arist.Mech. 850b11
; κατὰ σκαλμὸν ἐρέσσειν (opp. paddle) Arr.Ind.27.5:—of the πριαπίσκος in the βάθρον Ἱπποκράτους, Ruf. ap. Orib.49.26.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροπωτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρα — τροπωτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρας — τροπωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρες — τροπωτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρος — τροπωτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσι — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσιν — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτήρων — τροπωτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] … Dictionary of Greek
τροπωτήρα — η, Ν ναυτ. ο τροπωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τροπωτήρ(ας), κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek