-
1 τροπωτήρι
-
2 τροπωτῆρι
См. также в других словарях:
τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 τροπωτήρι
2 τροπωτῆρι
τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)