-
1 επικωπητήρ
-
2 ἐπικωπητήρ
-
3 ἐπικωπητήρ
A = τροπωτήρ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικωπητήρ
-
4 κωπητήρ
A = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπητήρ
См. также в других словарях:
ἐπικωπητήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)