-
1 τρι-κύλιστος
τρι-κύλιστος, = Vorigem, Epicur. bei D. L. 10, 5.
-
2 τρικυλίνδητος,
τρι-κυλίνδητος, u. τρι-κύλιστος, dreimal, = sehr, viel gewälzt -
3 τρικύλιστος
τρι-κυλίνδητος, u. τρι-κύλιστος, dreimal, = sehr, viel gewälzt -
4 τρικύλιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρικύλιστος
-
5 τρικυλιστος
2 -
6 κυλίνδω
Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn over' (Il.),Other forms: - ομαι, - έω, - έομαι (Att.), fut. κυλί̄σω (Att.), κυλινδήσω (late), aor. κυλῖσαι (Pi., IA.), pass. - ισθῆναι (Il.; - ινδηθῆναι Str.), perf. midd. κεκύλισμαι (Luc., Nonn.) ; from κυλῖσαι ( \< - ίνδ-σαι) pres. κυλί̄ω (Ar.) ;Dialectal forms: note κύλινδροςDerivatives: 1. κύλινδρος m. `rolling stone, tumbler, cylindre etc.' (Demoχr. 155, hell.) with κυλίνδρ-ιον, - ίσκος, - ικός, - όω (hell.). 2. κύλῑσις `rolling, turning over' (Arist.), - ισμός `id.' (Thd.), - ισμα `roll etc.' (Sm.), - ίστρα `place for horses to roll' (X., Poll.), - ιστός m. `packet' (pap.); τρι-κύλιστος (Epicur. Fr. 125), on the unclear meaning De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις `rolling' (Pl., Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Has the same unclear νδ-element as the synonymous ἀλίνδω, - έω, καλινδέομαι (s. vv.); also further unclear. Mostly connected with κυλλός `curved, lame' (s. v.) "zu einer allumfassenden Wurzel ( s)kel- `bent, curved' (s. κῶλον, σκέλος)". The word is hardly IE.Page in Frisk: 2,46Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυλίνδω
См. также в других словарях:
ευκύλιστος — εὐκύλιστος, ον (ΑΜ) αυτός που κυλίεται εύκολα. επίρρ... εὐκυλίστως (Α) με ευκύλιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυλιστος (< κυλίνδω), πρβλ. α κύλιστος, τρι κύλιστος] … Dictionary of Greek
τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] … Dictionary of Greek