Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τριήρων

См. также в других словарях:

  • τριηρῶν — τριήρης a trireme fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήρων — τριήρης a trireme fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηροποιϊκός — ή, όν, Α [τριηροποιός] 1. αυτός που αναφέρεται σε ναυπήγηση τριηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριηροποιϊκά τα χρήματα που προορίζονταν για ναυπήγηση τριήρων …   Dictionary of Greek

  • Κλεόπομπος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου, γιος του Κλεινίου. Το 431 430 π.Χ. υποστήριξε τους Ευβοείς εναντίον των Λοκρών, ως επικεφαλής 30 τριηρών και ως συστρατηγός του Περικλή στον στόλο των 150 τριηρών, ο οποίος λεηλάτησε …   Dictionary of Greek

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • εύξενος — (2ος αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος. Επικεφαλής αποικιστικού στόλου τριηρών, έφτασε στον Λακυδώνα Λιμένα (σημερινή Μασσαλία) και έγινε δεκτός από τους κατοίκους που είχαν ελληνική ανατροφή. Αγαπήθηκε εκεί από τη Γυπτίδα (ή Πέττα, ή Αριστοξένη), κόρη του …   Dictionary of Greek

  • ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση …   Dictionary of Greek

  • τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από …   Dictionary of Greek

  • τριηραύλης — ὁ, Α αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο τής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»