-
1 τριηρών
-
2 τριηρῶν
-
3 τριήρων
τριήρηςa trireme: fem gen pl -
4 τριήρης
τρῐήρ-ης (sc. ναῦς), ἡ, gen. εος, [dialect] Att. ους IG22.1629.615, [dialect] Ion. ευς Hippon.49.2; acc. εα, [dialect] Att. η IG22.1610.30, 1623.113, 1632.235,338 (but τριήρην ib.1628.35, 1629.862): nom. pl. εες, [dialect] Att. εις; gen. τριήρων ib.1627.397, etc., [dialect] Ion.Aτριηρέων Hdt.7.89
; hence Choerob. in Theod.1.411 H. prescribes as the [var] contr. form τριηρῶν, not τριήρων, as in codd. of Th.6.46, X.HG1.4.11, D.14.9, v. Hdn.Gr.1.428; Thom.Mag.p.356 R. prescribes sg. τριήρεος and pl. τριήρων (τριήρεων ρὰρ.. λέγομεν"), citing Aristid.1.431 J.: gen. dualτριήροιν X. HG1.5.19
:—a trireme, i.e. prob. a galley with three men on each bench, each man rowing one oar, and three oars passing together through the παρεξειρεσία (cf. Tarn Hellenistic Military and Naval Developments, Cambridge 1930,pp.122 sqq.), Hdt.2.159, 7.36, Th.1. 13, 2.93, Arist.Mete. 369b10, HA 533b6, Rh. 1411a23, IG22.1623.276, Gal.UP1.24, etc.;τ. ἱππηγοί IG22.1627.241
.2 metaph., a ship-shaped drinking-vessel, Antiph.224.4, Epin.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριήρης
-
5 τριηρης
-
6 πολι-ορκέω
πολι-ορκέω (εἴργω. ἕρκος), fut. med. πολιορκήσομαι in passiver Bdtg Her. 5, 34. 8, 49; – eine Stadt einschließen, belagern; Ar. Vesp. 685; Her. 1, 26 u. A.; οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσϑαι, d. i. die Belagerung aushalten, Thuc. 3, 52; so auch πολιορκήσεται, 3, 109. Auch τὸ ναυτικὸν ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖται, Isocr. 4, 142; u. übertr., ἵνα μὴ ἔρημα τὰ τοῠ ἑτέρου λόγου πολιορκῆται, Plat. Rep. V, 453 a, u. ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν, Alc. II, 142 a; vgl. Xen. Mem. 2, 1, 13. 17; τοῖς ἀναγκαίοις πολιορκεῖσϑαι, Plut. Caes. 39.
-
7 τρι-ήρης
τρι-ήρης, gen. plur. τριηρέων Xen. Hell. 1, 4. 11, att. τριήρων. Thuc. 4, 26. 6. 46 u. A., eigtl. dreifach versehen ( ἄρω), ausgerüstet; gew. ἡ τριήρης, sc. ναῦς, ein Kriegsschiff mit drei Reihen von Ruderbänken über einander, ein Dreiruderer, eine Galeere, Ar. oft; Plat. Gorg. 469 e u. sonst; Xen. u. Folgde. Vgl. über die verschiedenen Arten Böckh ath. Staatsh. I p. 300. – Auch ein einem Schiffe ähnliches Trinkgefäß, s. Vors. Eur. Med. 139. – Von drei Stockwerken oder Geschossen, wie τριώροφος, Sp.
-
8 κατα-κρημνίζω
κατα-κρημνίζω, von einer steilen Anhöhe herunterstürzen, τὴν Σφίγγα Ath. VI, 253 f; übh. herabstürzen, ἐκ τῶν τριήρων Xen. Hell. 2, 1, 31, ἀπὸ τῶν ἵππων Pol. 3, 116, 12. – Pass., τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. Cyr. 8, 3, 41; ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησϑῇ, κατακρημνίζεται Dem. 19, 327, vom Felsen in Delphi.
-
9 ναυ-πηγία
ναυ-πηγία, ἡ, Schiffsbau; ναυπηγίαν ἁρμόζων, Eur. Cycl. 459; Her. 1, 27; ναυπηγίαν τριήρων παρεσκευάζετο, Thuc. 4, 108; νεῶν, 8, 3, öfter; Plat. Prot. 319 b Legg. VII, 803 a; Folgde, wie Pol. 1, 20, 10.
-
10 ἀντί-ταξις
ἀντί-ταξις, ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοϑαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.
-
11 ἐμ-πίπλημι
ἐμ-πίπλημι, nicht ἐμπίμπλημι, aber ἐνεπίμπλην, vgl. Lob. zu Phryn. p. 96; Ar. Ach. 447 steht ἐμπίμπλαμαι in der letzten Stelle des Trimeters (s. πίμπλημι); imper. ἐμπίπληϑι Il. 21, 311, = ἐμπίπλη, Ar. Av. 1310; ἐμπεπλήκασι Plat. apol. 23 e; – anfüllen, vollfüllen; ein Gefäß, Od. 2, 353; ἓν δέπας ἐμπλήσας 9, 209; μέγ' ἐμπλήσας γόμον Aesch. Suppl. 439; τί τινος, Etwas womit, ἐμπίπληϑι ῥέεϑρα ὕδατος, fülle die Strömungen mit Wasser an, Il. 21, 311; Folgde, z. B. Her. 4, 72; φλυαρίας ἐμπίπλησιν ἡμᾶς πολλῆς Plat. Phaed. 66 c; ἐμπλήσετε τὴν ϑάλατταν τριήρων Dem. 8, 74; τὰ ὦτα Λύσιδος ἐμπέπληκε, er hat uns die Ohren vom Lysis vollgeredet, Plat. Lys. 204 c. – Dah. sättigen, Od. 17, 503; γάλακτός τινα Theocr. 24, 3; übertr., ἁπάντων τὴν γνώμην ἐμπιπλάς, die Erwartung erfüllend, Xen. An. 1, 7, 8; τὴν ἀναιδῆ γνώμην ἐνέπλησεν ἑαυτοῦ Dem. 21, 91; τὴν ἑαυτοῠ μοῖραν, sein Geschick erfüllen, Plat. Legg. XII, 959 c. Oft im pass. u. med., angefüllt werden, sich anfüllen, sich sättigen; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων Il. 21, 607; ἀνέπλησϑεν δέ οἱ ἄμφω αἵματος ὀφϑαλμοί Il. 16, 348; ἐμπλησϑῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. Cyr. 5, 5, 10, wie Plat. Ion 535 c; μένεος ἐμπλήσατο ϑυμόν Iliad. 22, 312, sich laben, erquicken; υἷος ἐνιπλησϑῆναι ὀφϑαλμοῖς, sich satt sehen am Sohne, Od. 11, 452; ϑαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il. 22, 504, vgl. Od. 7, 221; ἐμπιπλάμενοι σίτων καὶ ποτῶν Plat. Polit. 272 c; ἐμπλήσαντες καὶ παχύναντες τὰ σώματα, mästen, Gorg. 518 c; καὶ ἐμφαγεῖν Luc. Nigr. 22; selten mit dat., ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενοι Her. 1, 212; ἐμπίπλαται αἵματι ὁ βωμός Paus. 3, 16, 10. Auch mit dem part., οὐκ ἂν ἐμπλῄμην (v. l. ἐμπλείμην) βάλλων Ar. Ach. 224; ἔμπλησο λέγων, rede dich satt, Vesp. 603; μισῶν οὔποτ' ἐμπλησϑήσομαι Eur. Hipp. 664, vgl. Ion 925; οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος, du konntest nicht genug versprechen, Xen. An. 7, 7, 46; vgl. Plat. Prot. 346 c; – ἐνεπέπληντο, absolut, Lys. 28, 6; ἐμπλήμενος, angefüllt, Ar. Vesp. 984; – für sich vollgießen, ψυκτῆρα Plat. Conv. 214 a.
-
12 ὑπό-ζωμα
ὑπό-ζωμα, τό, 1) das Zwerchfell, auch διάζωμα, Arist. H. A. 3, 1. – 2) bei Trieren, zum Tauwerk gehörig, ein Gurt um das Schiff gegen den Wogenandrang, s. Att. Seew. p. 134 u. vgl. Plat. Legg. XII, 945 c u. Rep. X, 616 c: οἷον τὰ ὑποζώματα τῶν τριήρων, οὕτω πᾶσαν ξυνέχων τὴν περιφοράν; Ath. V, 204; Appian. B. C. 5, 91; Ap. Rh. 1, 368. – Bei Poll. 1, 89 der mittlere Theil des Steuerruders.
-
13 εμπιπλημι
(impf. ἐνεπίμπλην, fut. ἐμπλήσω, aor. ἐνέπλησα, pf. ἐμπέπληκα)1) наполнять(δέπας, ἵππον δουράτεον ἀνδρῶν Hom.; θυλάκια τῆς ψάμμου, med. ἄγγος τοῦ ὕδατος Her.; med. τὸν ψυκτῆρα Plat.; οἰμωγῆς τε καὴ κλαυθμοῦ τὸ πεδίον Plut.) ἐμπλῆσαι τέν θάλατταν τριήρων Dem. покрыть все море триерами; ἐνέπλησθεν οἱ αἵματος ὀφθαλμοί Hom. глаза у него налились кровью; τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. он до того растрогал Кира, что глаза (последнего) наполнились слезами
2) исполнять, заканчивать, свершать(τέν ἑαυτοῦ μοῖραν Plat.)
3) наполнять, преисполнять(τέν ψυχέν ἔρωτος Plat.; τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin.; ἐμπίμπλασθαι ὀργῆς Arph.)
4) поить или кормить досыта(γάλακτος, sc. παῖδας Theocr.; τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων Plat.)
ἐμπιπλάμενοι σίτων καὴ ποτῶν Plat. — насытившись и утолив жажду;τῆς φακῆς ἐμπλήμενος Arph. — наевшись чечевицы;τῷ ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενος Her. — напившись вдоволь виноградного вина5) насыщать, вполне удовлетворять(ἁπάντων τέν γνώμην Xen.)
θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. — наслаждаясь всем сердцем;ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμφόμενος Plat. — пусть он находит себе удовлетворение в порицании этих людей;οὔτοι σὸν βλέπων ἐμπίμπλαμαι Arph. — я не могу наглядеться на тебя;οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Xen. — твоим обещаниям не было конца;ἔμπλησο λέγων Arph. — говори вволю6) пресыщать, утомлятьἐμπλῆσαί τινα τοῦ πολεμεῖν Isocr. — изнурить кого-л. войной;
ἐμπέπληκε ἡμῖν τὰ ὦτα Λύσιδος Plat. — он нам уши прожужжал про Лисида -
14 κατακρημνιζω
1) сбрасывать, сталкивать(ἐκ τῶν τριήρων Xen.; ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.)
2) сталкивать со скалы, сбрасывать в пропасть(τινά Dem., Plut., NT.)
τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. — сорвавшиеся в пропасть быки -
15 κατασπαω
1) стаскивать(τινα τῶν τριχῶν Arph.; τινα ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; τινα τοῦ ποδός Luc.)
2) стаскивать (спускать) на воду(τὰς νῆας Her.; πολλὰς τῶν τριήρων Plut.)
3) (тж. κ. κάτω Arst.) тянуть книзу, оттягивать(μολυβδὴς ὥστε δίκτυον Plut.)
τὰ κατασπώμενα καὴ τὰ ἀνασπώμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. — опущенные и поднятые члены тела (у статуй);τὰ σημεῖα κατεσπάσθη Thuc. — знамена (в знак поражения) опустились;ὀφρύες κατεσπασμέναι Arst. — нахмуренные брови;κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον Luc. — чувствовать непреодолимое желание спать4) проглатывать(τὰς χόλικας Arph.)
5) опрокидывать, расстраивать, разбивать(τὰς τάξεις Polyb.)
6) pass. чувствовать влечение(ἐπὴ τὰς μεγάλας πράξεις Plut.)
-
16 ναυπηγια
ион. ναυπηγίη ἥ (тж. ν. τριήρων и νεῶν Thuc.) кораблестроение, постройка кораблей -
17 ξυναπαγω
1) вести вслед(τὸν ἵππον τινί Xen.)
2) уводить прочь, отводить(τῶν τριήρων τρεῖς Xen.)
3) pass. следовать, подражать(τοῖς ταπεινοῖς NT.)
4) увлекать, соблазнять -
18 πολιορκεω
(ион. impf. ἐπολιόρκεον)1) осаждать, блокировать(τέν Μίλητον Her.; ὑπὸ τριήρων πολιορκεῖσθαι Isocr.)
οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. — не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду2) перен. осаждать, преследовать, мучить -
19 προσεπισπαομαι
сверх того привлекать себе на помощь(μάρτυρά τινα Polyb.; τῶν πολεμίων τριήρων τινάς Diod.)
-
20 συναπαγω
1) вести вслед(τὸν ἵππον τινί Xen.)
2) уводить прочь, отводить(τῶν τριήρων τρεῖς Xen.)
3) pass. следовать, подражать(τοῖς ταπεινοῖς NT.)
4) увлекать, соблазнять
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριηρῶν — τριήρης a trireme fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήρων — τριήρης a trireme fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηροποιϊκός — ή, όν, Α [τριηροποιός] 1. αυτός που αναφέρεται σε ναυπήγηση τριηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριηροποιϊκά τα χρήματα που προορίζονταν για ναυπήγηση τριήρων … Dictionary of Greek
Κλεόπομπος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου, γιος του Κλεινίου. Το 431 430 π.Χ. υποστήριξε τους Ευβοείς εναντίον των Λοκρών, ως επικεφαλής 30 τριηρών και ως συστρατηγός του Περικλή στον στόλο των 150 τριηρών, ο οποίος λεηλάτησε … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
εύξενος — (2ος αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος. Επικεφαλής αποικιστικού στόλου τριηρών, έφτασε στον Λακυδώνα Λιμένα (σημερινή Μασσαλία) και έγινε δεκτός από τους κατοίκους που είχαν ελληνική ανατροφή. Αγαπήθηκε εκεί από τη Γυπτίδα (ή Πέττα, ή Αριστοξένη), κόρη του … Dictionary of Greek
ιππών — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. I. Διάρρυτος Κολωνία. Πόλη μεταξύ Καρχηδόνας και Ιτύκης, με οχυρή ακρόπολη, λιμάνια και ναυπηγεία. Ήταν πειρατικό ορμητήριο. Όταν ο Ρωμαίος ύπατος Καλπούρνιος Πίσων θέλησε να την εκπορθήσει, μαζί με τον ναύαρχό του,… … Dictionary of Greek
πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek
τριηραύλης — ὁ, Α αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο τής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] … Dictionary of Greek
υποπορεύομαι — Α [πορεύομαι] 1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.) 2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek