Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ναυ-πηγία

См. также в других словарях:

  • θυροπηγία — θυροπηγία, ἡ (Α) η κατασκευή θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πηγία (< πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ναυ πηγία, σκηνο πηγία] …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοπηγία — η 1. η κατασκευή κλίμακας, σκάλας 2. το δικαίωμα τής στερέωσης κλίμακας σε ξένη ιδιοκτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + πηγία (< πηγός < πήγνυμι «κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγία, ναυ πηγία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»