-
1 τρεπτικός
τρεπτικός, zum Drehen, Wenden gehörig, wandelbar, veränderlich, Maxim. Tyr.
-
2 τρεπτικός
τρεπτικός, zum Drehen, Wenden gehörig, wandelbar, veränderlich -
3 τρεπτικός
A causing change in,δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17
; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.2 Adv.-κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην
by revolution,Placit.
3.13.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεπτικός
-
4 προ-τρεπτικός
προ-τρεπτικός, ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.
-
5 μετα-τρεπτικός
μετα-τρεπτικός, ή, όν, umwendend, einen Andern umzuwenden geschickt, Iambl.
-
6 δια-τρεπτικός
δια-τρεπτικός, ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
-
7 ἀπο-τρεπτικός
ἀπο-τρεπτικός, zum Abwenden geschickt, abwendend, δεινῶν Luc. Philopat. 8; προτρεπτικός entgeggstzt Rhett. gr. IV, 60.
-
8 ἀνα-τρεπτικός
ἀνα-τρεπτικός, umkehrend, zerstörend, Plat. Rep. III, 389 d u. Sp.
-
9 ἐπι-τρεπτικός
ἐπι-τρεπτικός, ή, όν, antreibend, ermahnend, Sp.
-
10 ἐν-τρεπτικός
ἐν-τρεπτικός, ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
-
11 τρεπτικόν
τρεπτικόςcausing change in: masc acc sgτρεπτικόςcausing change in: neut nom /voc /acc sg -
12 τρεπτική
τρεπτικόςcausing change in: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 αποτρεπτικος
-
14 διατρεπτικος
-
15 προτρεπτικος
-
16 τρεπτικώς
-
17 τρεπτικῶς
-
18 προτρεπτικός
A hortatory,λόγοι Isoc.1.3
, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ π. σοφία skill in oratory, Pl. Euthd. 278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; π. (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: [comp] Comp.,οὐδὲν -κώτερον Arr. Epict.3.23.36
: [comp] Sup.,κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154
. Adv. - κῶς encouragingly, Luc.Somn.3.2 generally, exciting, stimulating,ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59
;γάλακτος Gp.12.13.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτρεπτικός
-
19 ἀνατρεπτικός
A turning upside down, upsetting,ἐπιτήδευμα.. πόλεως ὥσπερ νεὼς ἀ. Pl.R. 389d
;στομάχου Dsc.2.70
; of the pulse (dub. sens.), Gal. 8.928, cf. 644; οἱ ἀ. διάλογοι Plato's refutative dialogues, as 'Euthydemus' and 'Gorgias', Thrasyll. ap. D.L.3.59, cf. Hermog.Meth. 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατρεπτικός
-
20 ἀνατρεπτικός
ἀνα-τρεπτικός, umkehrend, zerstörend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρεπτικός — ή, όν, Α [τρεπτός] 1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.) 2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.). επίρρ... τρεπτικῶς ΜΑ με περίπλοκο τρόπο … Dictionary of Greek
τρεπτικόν — τρεπτικός causing change in masc acc sg τρεπτικός causing change in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτική — τρεπτικός causing change in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρεπτικῶς — τρεπτικός causing change in adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)