-
1 προτρεπτικος
-
2 προτρεπτικός
προτρεπτικόςhortatory: masc nom sg -
3 προτρεπτικός
η, ό[ν]1) побуждающий, склоняющий (к чему-л.); поощряющий; убеждающий; 2) подстрекательский -
4 προτρεπτικός
[протрэпггикос] επ убеждающий, побуждающий, поощрительный. -
5 προτρεπτικός
A hortatory,λόγοι Isoc.1.3
, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ π. σοφία skill in oratory, Pl. Euthd. 278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; π. (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: [comp] Comp.,οὐδὲν -κώτερον Arr. Epict.3.23.36
: [comp] Sup.,κήρυγμα -κώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154
. Adv. - κῶς encouragingly, Luc.Somn.3.2 generally, exciting, stimulating,ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59
;γάλακτος Gp.12.13.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτρεπτικός
-
6 προτρεπτικός
προ-τρεπτικός, ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend -
7 προτρεπτικά
προτρεπτικόςhortatory: neut nom /voc /acc plπροτρεπτικά̱, προτρεπτικόςhortatory: fem nom /voc /acc dualπροτρεπτικά̱, προτρεπτικόςhortatory: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 προτρεπτικώτερον
προτρεπτικόςhortatory: adverbial compπροτρεπτικόςhortatory: masc acc comp sgπροτρεπτικόςhortatory: neut nom /voc /acc comp sg -
9 προτρεπτικόν
προτρεπτικόςhortatory: masc acc sgπροτρεπτικόςhortatory: neut nom /voc /acc sg -
10 προτρεπτικώτατα
προτρεπτικόςhortatory: adverbial superlπροτρεπτικόςhortatory: neut nom /voc /acc superl pl -
11 προτρεπτικώτατον
προτρεπτικόςhortatory: masc acc superl sgπροτρεπτικόςhortatory: neut nom /voc /acc superl sg -
12 προτρεπτικαί
προτρεπτικόςhortatory: fem nom /voc pl -
13 προτρεπτικοί
προτρεπτικόςhortatory: masc nom /voc pl -
14 προτρεπτικούς
προτρεπτικόςhortatory: masc acc pl -
15 προτρεπτικωτάτην
προτρεπτικόςhortatory: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
16 προτρεπτικωτάτους
προτρεπτικόςhortatory: masc acc superl pl -
17 προτρεπτικωτέρους
προτρεπτικόςhortatory: masc acc comp pl -
18 προτρεπτική
προτρεπτικόςhortatory: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 προτρεπτικήν
προτρεπτικόςhortatory: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 προπετικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προτρεπτικός — hortatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… … Dictionary of Greek
προτρεπτικός — ή, ό αυτός που προτρέπει ή που είναι κατάλληλος να προτρέπει: Λόγοι προτρεπτικοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτρεπτικά — προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc pl προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc/acc dual προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτερον — προτρεπτικός hortatory adverbial comp προτρεπτικός hortatory masc acc comp sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικῶν — προτρεπτικός hortatory fem gen pl προτρεπτικός hortatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικόν — προτρεπτικός hortatory masc acc sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτατα — προτρεπτικός hortatory adverbial superl προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτατον — προτρεπτικός hortatory masc acc superl sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικαῖς — προτρεπτικός hortatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικαί — προτρεπτικός hortatory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)