-
1 ἀπο-τρεπτικός
ἀπο-τρεπτικός, zum Abwenden geschickt, abwendend, δεινῶν Luc. Philopat. 8; προτρεπτικός entgeggstzt Rhett. gr. IV, 60.
-
2 ἀποτρεπτικός
ἀπο-τρεπτικός, zum Abwenden geschickt, abwendend -
3 αποτρεπτικος
1 ἀπο-τρεπτικός
ἀπο-τρεπτικός, zum Abwenden geschickt, abwendend, δεινῶν Luc. Philopat. 8; προτρεπτικός entgeggstzt Rhett. gr. IV, 60.
2 ἀποτρεπτικός
3 αποτρεπτικος