Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+παιδί

  • 121 словно

    σύνδ. μόριο• όπως (ακριβώς), σαν, ως, σα(ν) να, λες και... словно ничего не было σα να μη συνέβηκε τίποτε•

    словно чудом ως εκ θαύματος•

    он бросился на него словно хищная птица αυτός ρίχτηκε απάνω του σαν το γεράκι•

    он -маленький αυτός κάνει σαν μικρό παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > словно

  • 122 старший

    επ., υπερθ. β. старейший.
    1. πρεσβύτερος, μεγαλύτερος την ηλικία•

    старший брат μεγαλύτερος αδερφός•

    -ая сестра μεγαλύτερη αδερφή•

    старший сын в семье το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια•

    -ая дочь η μεγαλύτερη θυγατέρα.

    || παλιός, πρότερος, προγενέστερος.
    2. ουσ. πλθ. -ие οι μεγαλύτεροι, οι ενήλικοι.
    3. αρχαιότερος, ανώτερος (στο βαθμό, υπηρεσία)•

    -ая медицинская сестра η αρχινοσοκόμα•

    мастер ο αρχιμάστορας, πρωτομάστορας•

    офицер αρχαιότερος αξιωματικός.

    4. ουσ. ο προϊσταμενος, ο επικεφαλής, ο υπεύθυνος•

    старший отделения ο υπεύθυνος του τμήματος, ο τμηματάρχης.

    5. ανώτερος, μεγαλύτερος•

    -ие классы οι μεγαλύτερες (σχολικές) τάξεις.

    Большой русско-греческий словарь > старший

  • 123 тревожить

    -жу, -жишь
    ρ.δ.μ.
    1. φοβίζω, ανησυχώ•

    меня -жит отсуствие писем от дочери ανησυχώ που δεν παίρνω γράμματα από την κόρη.

    2. διασαλεύω, διαταράσσω•

    тревожить тишину διαταράσσω την ησυχία.

    3. θίγω, εγγίζω• πειράζω•

    тревожить рану εγγίζω την πληγή.

    εκφρ.
    φοβούμαι, ανησυχώ•

    тревожить за сана ανησυχώ για το παιδί.

    || θορυβούμαι, ταράσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > тревожить

  • 124 троюродный

    επ.
    τρίτος ως προς τον παππού ή τη γιαγιά•

    троюродный брат τρίτος εξάδερφος•

    -ая сестра τρίτη εξαδέρφη•

    троюродный внук τρισέγγονος•

    -ая внучка η τρισέγγονη•

    троюродный правнук ο τετρασέγγονος (το παιδί του τρισέγγονου).

    Большой русско-греческий словарь > троюродный

  • 125 удачник

    α.
    -ца, -ы θ.
    τυχερός, -ή • τυχεράκιας• ευνοούμενος, (παιδί) της τύχης.

    Большой русско-греческий словарь > удачник

  • 126 чадушко

    ουδ.
    1. χαϊδ. παιδάκι.
    2. παιδί ιδιότροπο, αναποδιάρικο.

    Большой русско-греческий словарь > чадушко

  • 127 чертёнок

    -нка, πλθ. -тенята, -тенят α. ο διαβολάκος, το διαβολάκι. || άτακτο παιδί.
    εκφρ.
    - ята в глазах – σπινθηροβόλα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > чертёнок

  • 128 шкет

    α. (απλ.) παιδί• νέος, έφηβος.

    Большой русско-греческий словарь > шкет

См. также в других словарях:

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»