Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+παιδί

  • 61 вундеркинд

    [βουνντιερκίντ] ουσ α παιδί-θαύμα

    Русско-эллинский словарь > вундеркинд

  • 62 малый

    [μάλυϊ] ουσ α αγόρι, παιδί, παλικάρι

    Русско-эллинский словарь > малый

  • 63 озорник

    [αζαρνίκ] ουσ α άτακτο παιδί

    Русско-эллинский словарь > озорник

  • 64 ребенок

    [ριμπιόνακ] ουσ α παιδί

    Русско-эллинский словарь > ребенок

  • 65 трудновоспитуемый

    [τρουντναβασπιτούιμυϊ] επ το δύσκολο παιδί

    Русско-эллинский словарь > трудновоспитуемый

  • 66 чадо

    [τσάντα] ουσ ο παιδί

    Русско-эллинский словарь > чадо

  • 67 ай

    ай 1
    1. επιφ. (εκφράζει φόβο, τρόμο)• ό, αχ! ωχ!•

    ай! больно ό, πονά•

    ай! сын упал αχ! το παιδί έπεσε.

    Συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη και με την ίδια σημασία: ай-ай ή ай-ай-ай όι-όι, αχ-αχ, ωχ-ωχ κ. όι-οι-οι, αχ -αχ-αχ, ωχ-ωχ-ωχ.
    2. εκφράζει μομφή, ψόγο, κατάκριση• πωπώ!•

    ай! как нехорошо! πωπώ! πόσο (τι) άσχημα!

    3. εκφράζει θαυμασμό, επιδοκιμασία• αχ! πωπώ! |ай! |как она поет αχ! τι ωραία που αυτή τραγουδάει.
    εκφρ.
    ай да... – να πως...•
    ай да молодец! – έτσι μπράβο παλικάρι μου!
    ай 2
    σύνδ. (διαλκ.) ή, είτε.

    Большой русско-греческий словарь > ай

  • 68 баловень

    -вня α.
    1. χαϊδεμένο παιδί, κανακάρης. || ευνοούμενος•

    баловень судьбы ευνοούμενος της τύχης.

    2. βλ. баловник (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > баловень

  • 69 безгрешный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αναμάρτητος•

    безгрешный человек αναμάρτητος άνθρωπος.

    2. αθώος, αγνός•

    -ое дитя αθώο παιδί•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    εκφρ.
    - ые доходы – (ειρων.) αναμάρτητα έσοδα (τα δωροδοκήματα).

    Большой русско-греческий словарь > безгрешный

  • 70 бесенок

    -нка, πλθ. бесенята, -нят α.
    1. διαβολάκος, μικρός δαίμονας.
    2. άτακτο παιδί, ταραξίας.

    Большой русско-греческий словарь > бесенок

  • 71 беспокоить

    -ою, -оишь, ρ.δ.μ.
    1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•

    шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.

    || ενοχλώ•

    по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.

    || ερεθίζω, προξενώ πόνο•

    бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;

    2. ταράζω, φοβίζω•

    его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.

    1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•

    мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.

    2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•

    не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > беспокоить

  • 72 боготворить

    ρ.δ.μ.
    1. λατρεύω (σαν το θεό)•

    мать -ит своего сына η μάνα λατρεύει το παιδί της.

    2. θεοποιώ•

    египтяне -ли быка аписа οι Αιγύπτιοι λάτρευαν για θεό τον Απιδον ταύρο.

    Большой русско-греческий словарь > боготворить

  • 73 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 74 вскормить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вскормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    τρέφω, μεγαλώνω (ζώα, πτηνά). || ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ•

    вскормить героя-сына ανατρέφω παιδί-ήρωα.

    Большой русско-греческий словарь > вскормить

  • 75 встревожить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. встревоженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    εμφοβίζω, εμβάλλω, εμπνέω φόβο, ανησυχία, ανησυχώ, ταράσσω, σκιάζω•

    его -ли слухи τον φόβισαν οι φήμες.

    φοβούμαι, κατέχομαι από φόβο, ανησυχώ, ταράσσομαι, με κατατρύχει ο φόβος•

    отец -лся за сына ο πατέρας φοβήθηκε για το παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > встревожить

  • 76 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 77 греховодник

    α., -ца, -ы θ.
    αμαρτωλός• κακοήθης, ακόλαστος. || (απλ.) άταχτο παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > греховодник

  • 78 дерзкий

    επ., βρ:, зок, -зка, -зко.
    1. αυθάδης, θρασύς, ιταμός, αναιδής• ανάγωγος•

    дерзкий мальчишка ανάγωγο παιδί, παλιόπαιδο•

    дерзкий ответ αυθάδικη απάντηση•

    -ая выходка αυθάδεια, θρασύτητα.

    2. τολμηρός, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απόκοτος.

    Большой русско-греческий словарь > дерзкий

  • 79 дискант

    α.
    οξεία παιδική φωνή. || παιδί -τραγούδι στης υψίφωνο.

    Большой русско-греческий словарь > дискант

  • 80 доглядеть

    -яжу, -ядишь
    ρ.σ.μ.
    βλέπω, κοιτάζω ως το τέλος•

    я -л представление κοίταξα την παράσταση ως το τέλος.

    || καλοκοιτάζω, μεριμνώ, φροντίζω•

    не -ли за ребнком доглядеть упал и расшибся δεν πρόσεξαν το παιδί, γι' αυτό έπεσε καί χτύπησε.

    Большой русско-греческий словарь > доглядеть

См. также в других словарях:

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»