Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το+παιδί

  • 81 доучить

    -учу, -учишь ρ.σ.μ.
    1. απομαθαίνω• μαθαίνω τέλεια ή ως ένα βαθμό" доучить таблицу умножения μαθαίνω καλά την προπαίδεια της αριθμητικής•

    доучить ребнка до осени μαθαίνω ή προγυμνάζω το παιδί ως το Φθινόπωρο•

    доучить стихотворение до середины μαθαίνω το ποίημα ως τη μέση.

    1. αποπερατώνω τις σπουδές.
    2. μαθαίνω, σπουδάζω ως•

    доучить до восьмого класса φοιτώ ως την όγδοη τάξη•

    доучить до зимы φοιτώ ως το χειμώνα.

    3. μελετώ τόσο πολύ που...• он -лся до того, что заболел αυτός αρρώστησε α-πο την πολλή μελέτη.

    Большой русско-греческий словарь > доучить

  • 82 дошкольник

    α.
    παιδί προσχολικής ηλικίας. || παιδαγωγός παιδιών προσχολ. ηλικίας.

    Большой русско-греческий словарь > дошкольник

  • 83 друг

    1. -а, πλθ. друзья, -ей κ. παλ. други α. φίλος•

    старый друг παλαιός φίλος•

    любезный друг αγαπητέ φίλε•

    друг дома οικογενειακός φίλος•

    будь -ом ή будь друг (προσαγόρευση παρακλητική) φίλε μου.

    2. επ. βρ: από το•

    другой άλλος, ένας•

    друга ο ένας τον άλλον, αλληλο...• ненавидеть друг друга αλληλομισούμαστε•

    друг на друга ο ένας στον άλλον•

    друг за -ом ο ένας "κοντά στον άλλον•

    перед -ом ποιος περισσότερο•

    они стараются друг перед другом αυτοί προσπαθούν ποιος περισσότερο•

    друг с другом ο ένας με τον άλλον•

    друг около -а ο ένας δίπλα στον άλλον, παραπλεύρως•

    друг на -е ο ένας πάνω στον άλλον•

    против -а ο ένας κατά του άλλου•

    друг о –е ο ένας για τον άλλον•

    дама сам друг (χαρτπ.) η ντάμα τον αγαπά (τον ευνοεί η τύχη, είναι παιδί της τύχης).

    Большой русско-греческий словарь > друг

  • 84 дьяволёнок

    -нка, πλθ. -лята, -лят α.
    1. διαβολόπουλο.
    2. διαβολάκος, -ι (άταχτο παιδί).

    Большой русско-греческий словарь > дьяволёнок

  • 85 зачать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. зачал
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω, μένω έγκυα•

    зачать сына, дочь πιάνω αγόρι, κορίτσι.• сын был зачат в ночь το παιδί πιάστηκε τη νύχτα.

    πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.
    (απλ.) αρχίζω, κάνω αρχή.
    αρχίζω, κάνω αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > зачать

  • 86 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 87 изгадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ) μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. || καταλερώνω, καταλεκιάζω,
    μτφ. χαλνώ, φθείρω.
    λερώνομαι, λεκιάζομαι. || χαλνώ, γίνομαι κακός•

    был мальчик хороший, а теперь -лся ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε.

    Большой русско-греческий словарь > изгадить

  • 88 изнежить

    -жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изнеженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. καλομαθαίνω, καλοσυνηθίζω, μαλθακώνω μαλακύνω, απαλύνω, τρυφεραίνω•

    изнежить ребнка κάνω το παιδί μαλθακό•

    изнежить кожу τρυφεραίνω το δέρμα.

    καλομαθαίνω, γίνομαι τρυφερός.

    Большой русско-греческий словарь > изнежить

  • 89 исчадие

    ουδ.
    παλ. παιδί αποκρουστικό, ειδεχθές, έκτρωμα.

    Большой русско-греческий словарь > исчадие

  • 90 ихний

    -яя, -ее
    επ. (απλ.) кτητ. αντωνυμία • δικός τους•

    -яя δική τους•

    -ее δικό τους•

    ихний сад ο κήπος τους•

    -яя собака το σκυλί τους•

    -ее поле το χωράφι τους•

    с -им сыном με το παιδί τους.

    Большой русско-греческий словарь > ихний

  • 91 крикса

    θ. (διαλκ.)
    1. κλαυθμυρισμός, το κλαψάρισμα, η κλάψα.
    2. κλαψάρικο παιδί. || φωνακλάς, φωνασκός.

    Большой русско-греческий словарь > крикса

  • 92 кровинка

    θ.
    1. σταγόνα αίματος.
    2. τέκνο (μου), παιδί (μου).
    εκφρ.
    (ни) -и в лице (нет, не было, не осталось) – χλώμιασεεντελώς, κέρωσε, έγινε σαν το κερί.

    Большой русско-греческий словарь > кровинка

  • 93 Купидон

    α.
    ο Ερως (παιδί της Αφροδίτης). || μτφ. ομορφόπαιδο.

    Большой русско-греческий словарь > Купидон

  • 94 кучерёнок

    -нка α. παιδί-καροτσέρης.

    Большой русско-греческий словарь > кучерёнок

  • 95 лапушка

    θ.
    1. πέλμα μικρό.
    2. (χαϊδευτική προσηγορία σε γυναίκα ή παιδί) καλή μου• καλό μου, κανακάρη μου.

    Большой русско-греческий словарь > лапушка

  • 96 любезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•

    -ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•

    любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•

    любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.

    2. αγαπητός• αγαπημένος•

    любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•

    любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•

    слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•

    -ые слова φιλοφρονητικά λόγια.

    3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.
    εκφρ.
    будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > любезный

  • 97 любимчик

    α.
    ευνοούμενος, αγαπημένο παιδί, φαβορί.

    Большой русско-греческий словарь > любимчик

  • 98 мальчуган

    α.
    αγόρι, παιδί αγοράκι, παιδάκι..

    Большой русско-греческий словарь > мальчуган

  • 99 меньший

    επ.
    1. συγκρ. β.
    επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•

    -ая часть μικρότερη μερίδα•

    из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.

    2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.
    3. ο μικρότερος στην οικογένεια•

    меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•

    меньший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра μικρότερη αδερφή•

    -ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).

    εκφρ.
    по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•
    самое -ее – το πιο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньший

  • 100 молодой

    επ., βρ: молод, молода, молодо; моложе.
    1. νέος, νιος, νεαρός•

    молодой парень νεαρό παλικάρι•

    -ое поколение η νέα γενιά•

    -бе дерево δεντράκι.

    2. καινούριος•

    молодой месяц καινούριο φεγγάρι, νέα σελήνη•

    молодой картофель οι φρέσκες πατάτες (καινούριας σοδειάς)•

    -ое вино νέο (φετινό) κρασί.

    3. ουσ. πλθ. -ые βλ. молодожны.
    εκφρ.
    молодой человек – (κλήση) νεαρέ•
    из -ых, да ранний – από μικρός, από τα μικράτα, παιδιόθεν (κυρίως με αρνητική! σημασία)•
    молодо-зелно – (απλ.) άπειρο (ανώριμο) παιδί.

    Большой русско-греческий словарь > молодой

См. также в других словарях:

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — το 1. νέος, άνθρωπος μικρής ηλικίας: Τίποτε δεν επενεργεί καλύτερα πάνω στα παιδιά από τον έπαινο (Σίντεϊ). 2. μτφ., ο αφελής: Παιδί είσαι και δε σοβαρεύεσαι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδί — παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδί' — παιδίᾱͅ , παιδία childhood fem dat sg (attic doric aeolic) παιδία , παιδίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλό Παιδί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 158 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 33 χλμ. ΒΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας …   Dictionary of Greek

  • παιδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδ' — παιδί , παῖς child masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»